Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

27η συνέχεια


Γυρίζοντας στην βάση της και στη ζωή της η Λενιώ όλα βρήκαν το δρόμο τους και η καθημερινότητα με τις ανάγκες της τη ρούφηξαν στη κυριολεξία.
 Ο Νίκος πεσμένος στις σπουδές και την εξάσκηση, εκείνη στη νέα της εργασία στο νοσοκομείο ,μαθητευόμενη σε χειρουργεία σε γέννες και γυναικολογικές περιπτώσεις ρουφούσε γνώσεις σαν σφουγγάρι. Μερικές φορές βοηθούσε τις γυναίκες και με τα δικά της γιατροσόφια  όλα  παρμένα από το βιβλίο της κυρίας Ιουλίας που τα βράδια είχε γίνει σύντροφος της. Όταν στο τέλος του ωραρίου της έβγαζε τη ποδιά της κουρασμένη  και ετοιμαζόταν για να φύγει κοίταζε το πρόσωπο της στο μικρό καθρέπτη του δωματίου και ένοιωθε μία ικανοποίηση για το επάγγελμα που έκανε. Ναι..το αγαπούσε..της γέμιζε τη ψυχή να φροντίζει όσους είχαν την ανάγκη της περισσότερο από κάθε άλλη ασχολία.
Ακούραστη, ευγενική και πάντα πρόθυμη έγινε σύντομα το απαραίτητο βοηθητικό  χέρι σε κάθε γιατρό που την ζητούσε επίμονα δίπλα του. Δεν κοιτούσε ποτέ ωράριο η Λενιώ, «θύμα» της έλεγαν κοροϊδευτικά οι συναδέλφισες της όμως σε αυτήν έτρεχαν όταν  ζητούσαν διευκόλυνση. Δεχόταν καλοπροαίρετα τα πειράγματα τους ,τις κοιτούσε με χαμόγελο και έπαιρνε τη θέση τους όπου την ήθελαν. Όλες την αγαπούσαν και την εκτιμούσαν ,τελικά είχε πάρει από ξένους τόση αγάπη που δεν της χάρισαν αυτοί που έπρεπε να της την δώσουν.
Με το Νίκο βλεπόντουσαν σχεδόν μόνο τα βράδια και ήταν τόσο κουρασμένοι και οι δυο τους που δεν προλάβαιναν ούτε καν να συζητήσουν τα καθημερινά τους. Έμενε τις περισσότερες φορές μαζί του, τον φρόντιζε και κάλυπτε όλες τις ανάγκες του στο σπίτι ώστε όταν γύριζε κουρασμένος και ήθελε να διαβάσει να έβρισκε τα πάντα έτοιμα γύρω του. Δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο γι’ αυτήν , πάντα..από μικρή για κάποιον φρόντιζε , πάντα ήταν η..μαμά! Της ήταν αρκετό και μόνο το γλυκό χαμόγελο του και η ανακούφιση που έβλεπε στα μάτια του όταν όλα γύρω του δούλευαν σαν ρολόι. Τα βράδια πολλές φορές τον χάιδευε με τη ματιά της και κρυφά αφουγκραζόταν την ανάσα του δίπλα της παίρνοντας από αυτή την εικόνα ανάσα ζωής η ίδια. Απολάμβανε τη συντροφιά του όταν  επιτέλους συνέπιπταν τα ρεπό τους . Τότε προτιμούσαν μία ήσυχη ημέρα συνήθως στην εξοχή και ατελείωτες κουβέντες σε όνειρα και σχέδια στο μέλλον.
Της μιλούσε για το πιο σημαντικό όνειρο της ζωής του. Η επιστροφή στο χωριό του, ένα ιατρείο κοντά στους συντοπίτες του ,αναγνώριση, οικογένεια μαζί της και.. ένα .. δύο.. τρία  παιδιά να γεμίζουν τις αγκαλιές των γονιών του ! Λάτρευε τελικά την οικογένεια του και το έβρισκε η Λενιώ φυσικό, όλοι είχαν εναποθέσει επάνω του τα δικά τους όνειρα κι εκείνος έκανε πλάνο ζωής  δικό του την πραγματοποίηση τους. Όταν λοιπόν περπατούσαν συνήθως σε κάποιο εξοχικό μέρος  και μιλούσαν για τα πάντα ακουγόταν μόνον η δική του φωνή, τα δικά του σχέδια γιατί τα δικά της ήταν στηριγμένα πλέον σε αυτά. Στο μέλλον κατάλαβε με πόνο ότι αυτό ήταν λάθος, ότι και πάλι έβαλε τον εαυτό της σε δεύτερη θέση, λες και έπαιρνε από τη ζωή ότι περίσσευε από τη ζωή των άλλων.
Τον άκουγε ακουμπισμένη επάνω στα γόνατα του κάπου σε ένα δένδρο μισοξαπλωμένοι κι οι δυο τους στο χορτάρι..τα μάτια κλειστά και οι εικόνες να τρέχουν μπροστά της σαν ταινία του σινεμά. Εκείνος μιλούσε και το χέρι του χάιδευε τα μαλλιά της κάνοντας σβούρες και μπούκλες τις άκρες τους. Η ανάσα του στο μέτωπο της η μυρωδιά του κορμιού του στη μύτη της ερεθιστικά λατρεμένη. Η Λενιώ σκέφτηκε ότι δίπλα του ζούσε όσα ονειρευόταν κοιτάζοντας από το μικρό παράθυρο της στο σπιτάκι του χωριού το άπειρο στο λόγγο καθώς στα αυτιά της ηχούσαν οι βρισιές της μάνας της με τον άνδρα που ζούσε κάθε φορά δίπλα της. Αναλογίστηκε πόσες φορές οι ήχοι αυτοί έσβηναν λες και δεν ηχούσαν στο χώρο γιατί εκείνη τους απέκλειε από τη ζωή και το μέλλον της. Τότε έπλαθε γύρω της ένα κόσμο ονειρικά πλασμένο, ήρεμο, αγαπημένο σαν εικόνα οικογένειας από το πρώτο αλφαβητάρι της . Τώρα στην αγκαλιά του τον  άφηνε να μιλάει, και η φωνή του βάλσαμο σε κάθε πληγή μέσα της την θωράκιζε για ότι δύσκολο τυχών θα συναντούσε.  Έτσι είναι η ζωή της ..άσπρο..μαύρο …μα δεν ήξερε τότε ότι υπήρχαν και γκρίζες στιγμές σε κάθε σχέση από εκείνες που δεν περιμένεις.
Περίεργο πράγμα η ζωή των ανθρώπων, μερικούς τους «σφραγίζει» θαρρείς με χρυσόσκονη και νεραϊδίσιες ευχές και άλλους τους βάζει από την ώρα που έρχονται στο κόσμο εμπόδια να περάσουν βουνά να δρασκελίσουν και κατηφόρες να κυλήσουν παλεύοντας με ότι βγει μπροστά τους. Μία από αυτούς ήταν και η Λενιώ φαίνεται..σημαδεμένο παιδί, με σκοπό της ύπαρξης της να ..παλεύει για να σταθεί όρθια μιας και τα κύματα μπροστά της δεν θα είχαν τελειωμό. Ενάμιση  χρόνος ευτυχίας ήταν το μόνο που της έδωσε για δώρο η μοίρα της εκείνο τον καιρό και μετά…
 Τα κύματα ήρθαν απανωτά τόσο που δεν πρόλαβε ούτε καν να προσέξει και να προφυλαχτεί. Ήταν ένα πρωινό από εκείνα που τίποτα δεν σου λέει ότι θα γίνουν σταθμός της ζωής σου. Η μέρα ξεκίνησε με έναν ήλιο δυνατό, ένα κελάιδισμα πουλιών έξω από το παράθυρο της, ένα βιαστικό φιλί έξω από τη στάση του λεωφορείου από το Νίκο . Έπειτα πολλές καλημέρες από του φίλους της γειτονιάς που την καλημέριζαν πάντα στη βιασύνη της, το στρίμωγμα στο λεωφορείο της γραμμής.  Στη θέση δίπλα της μία κυρία με μπόλικες..καμπύλες την πέταξε σχεδόν από το κάθισμα. Κατεβαίνοντας ένα ευρώ που βρήκε στο δρόμο της το θεώρησε γούρι και το έβαλε στη τσέπη της. Λίγο μετά το άφησε να κυλήσει στο καπέλο ενός νεαρού που έπαιζε απαλά και βαριεστημένα λιγάκι ένα τραγούδι στη κιθάρα του ακουμπισμένος στο τοίχο της κλινικής που δούλευε. Τον έβλεπε σχεδόν κάθε μέρα εκεί, φαινόταν ότι ζούσε σε άλλο κόσμο μα επέμενε να παίζει τη κιθάρα του πάντα έτσι..μελαγχολικά ..σαν το μόνο σημάδι υπερηφάνειας που τον διαφοροποιούσε από τον όρο «ζητιανιά» .
Μπήκε στο κτίριο χαμογελαστή όπως πάντα, χτύπησε τη κάρτα εργασίας και αφού χαιρέτησε ανάμεσα σε πειράγματα τις νυσταγμένες συναδέλφους της φόρεσε τη λευκή ποδιά και μπήκε με φούρια στη καθημερινότητα της δουλειάς της. Ήταν σχεδόν μεσημέρι όταν ένοιωσε πάλι αυτό το πόνο που τώρα τελευταία της παρουσιάστηκε στο κάτω μέρος της κοιλιάς της και δεν του είχε δώσει σημασία.. Θυμήθηκε τη κυρία Ιουλία που της έλεγε τη φράση : « η μοδίστρα άραφτη και η κομμώτρια αχτένιστη παιδί μου..» όταν της ανέβαινε η πίεση και ξεχνούσε το τσάι με τα βότανα που έπινε γι’ αυτήν.
Με τη τόση δουλειά που είχε κάθε μέρα δεν προλάβαινε να ασχοληθεί με τον εαυτό της, αμέλησε τις μικρές αιμορραγίες που είχε κατά διαστήματα στη περίοδο της και η «ακαταστασία» της αυτή ξεχνιόταν μόλις περνούσε με ένα φάρμακο. Προσπάθησε να το προσπεράσει, είχε τόσες δουλειές να κάνει στο πρόγραμμα της που ο πόνος της έγινε μικρός .Βοηθούσε ένα γιατρό σε αλλαγή ραμμάτων όταν μία σουβλιά την έκανε να αναπηδήσει και να βγάλει μια μικρή κραυγή.
-Λενιώ είσαι εντάξει ; τη ρώτησε ο γιατρός Αποστολάκος  κοιτάζοντας την στη αρχή ξαφνιασμένος μα μετά το βλέμμα το στυλώθηκε στο πρόσωπο της επίμονα. Δεν σε βλέπω πολύ καλά, είσαι ιδρωμένη και χλωμή.. Ας τελειώσουμε από εδώ Και πάμε να σε φροντίσουμε.
- Δεν είναι τίποτε γιατρέ μου, σας ζητώ συγνώμη, κάτι περαστικό μάλλον κάτι με πείραξε στο φαγητό μου αυτές τις μέρες.
Δάγκωνε τα δόντια της και προσπάθησε να τελειώσει με ψυχραιμία και ηρεμία τη δουλειά της. Όταν όλα τελείωσαν, έδωσε τις τελευταίες φροντίδες στην ασθενή  και μάζεψε κάθε εργαλείο . Χαιρέτησε με τον απαιτούμενο σεβασμό τον γιατρό  και έφυγε παίρνοντας μαζί της το τροχήλατο τραπεζάκι με τα εργαλεία. Έφθασε μέχρι τη γωνία όταν ο δυνατός πόνος την ξέσκισε σαν μαχαίρι τα σωθικά της. Θεέ μου σκέφτηκε, πεθαίνω, τόσο δυνατός ήταν ο πόνος !  Έχασε την ισορροπία της , έπεσε επάνω στο καρότσι  και κυλίστηκαν και οι δύο με ένα φοβερό θόρυβο στον ήσυχο διάδρομο της κλινικής.
Από εκείνη τη στιγμή όλα θόλωσαν όλα έγιναν σαν ένα ανάκατο μπερδεμένο κουβάρι στο μυαλό της. Οι φωνές των άλλων κοριτσιών , ο γιατρός που της μιλούσε μα σχεδόν δεν καταλάβαινε τι της έλεγε. Οι πόνοι φοβεροί, έπιανε τον εαυτό της να μη μπορεί καν να σκεφτεί. Ένοιωσε να την σηκώνει στην αγκαλιά του  ο τραυματιοφορέας του ορόφου, μετά έβλεπε την οροφή να περνάει σαν αστραπή μπροστά από τα μάτια της. Ο γιατρός Αποστολάκος άρχισε να την πιέζει σε κάθε μεριά και μετά ..τον άκουσε να φωνάζει σε μία συνάδελφο της.
-Μαίρη  γρήγορα φώναξε τον αναισθησιολόγο μου πάμε χειρουργείο, αμέσως τώρα, τώρα σου λέω, είναι μάλλον κάτι σοβαρό..
Μετά τη χάιδεψε στα ιδρωμένα της μαλλιά και της είπε καθησυχαστικά όπως σπάνια μιλούσε σε προσωπικό:
-Μη φοβάσαι μικρή μου..  όλα θα πάνε καλά!
Σκέφτηκε η Λενιώ εκείνη τη στιγμή μέσα στη ζάλη που της προκάλεσε η ένεση που της έβαλαν ότι το ίδιο διάβασε σε ένα κεντημένο πίνακα..κάπου… δεν μπορούσε να θυμηθεί που..κάπου. Μετά χάθηκε σε κενό, σε κόσμους χωρίς καν όνειρα.
Ξύπνησε σε ένα από τα δωμάτια της κλινικής, πόσες φορές είχε μπει σε ένα τέτοιο δωμάτιο όταν ξυπνούσε κάποια από αναισθησία. Πάγωνε, έτρεμε θαρρείς, βόγκηξε μα λες και δεν ακούστηκε στο χώρο. Το χέρι της Μαίρης δίπλα της κράτησε ακίνητο το δικό της με τον ορό και τη βελόνα στο δέρμα της. Ένοιωσε ένα φιλί στο μάγουλο της, τρυφερό ,υγρό από δάκρυα. Πάντα πίστευα ότι η Μαίρη με αγαπάει σκέφτηκε και προσπάθησε να χαμογελάσει.
-Μας τρόμαξες αταχτούλα, μας πέθανες θα έπρεπε να πω..Κάτσε ήσυχη, μη μιλάς, ήμαστε όλοι κοντά σου, θέλω να το ξέρεις. Γέλασε βεβιασμένα και συμπλήρωσε με χιούμορ:
-Να ζηλέψω που ο νεαρός αναισθησιολόγος σχεδόν πέθανε μαζί σου από ενδιαφέρον; Αν δεν ήξερα ότι τα έχεις με το Νίκο θα ..ζήλευα! Πήρα το θάρρος και έψαξα τα πράγματα σου, τηλεφώνησα στο Νίκο και μη μου φέρνεις αντίρρηση, έπρεπε.. Αν είχες κάποιον συγγενή εδώ ίσως έπαιρνα εκεί μα ξέρω ότι είσαι μόνη.
Ήταν ζαλισμένη η Λενιώ  , σχεδόν απλά αντιλαμβανόταν τα πάντα λες και ζούσε μέσα σε ένα όνειρο. Τι έγινε; Τι της έκαναν; Τι θα έλεγε ο Νίκος; Αχ! Δεν έπρεπε να τον ανησυχήσουν. Τι έπαθε;
Η Μαίρη σηκώθηκε όταν μπήκε στο δωμάτιο ο γιατρός, αντάλλαξαν μία ματιά με νόημα και σφίγγοντας της το χέρι βγήκε διακριτικά από το δωμάτιο. Η Λενιώ προσπάθησε να ανασηκωθεί μα στάθηκε αδύνατο. Ο γιατρός την σταμάτησε με ένα απλό νεύμα και το ύφος του τώρα που το πρόσεχε ήταν περισσότερο σοβαρό από ότι το συνήθιζε.
Ο γιατρός Αποστολάκος ήταν ένας πολύ δύσκολος άνθρωπος όπως έλεγαν όλες οι νοσοκόμες. Είχε αρκετά χρόνια σε αυτή τη κλινική και στα 64 του χρόνια αντιμετώπιζε τους πάντες με την υπεροχή της πείρας του . Απαιτητικός και νευρικός πολλές φορές μα η φήμη και τα αποτελέσματα της δουλειάς του ήταν τέτοια που δεν μπορούσες να μη καταλάβεις και να αποδεχθείς τις μικρές του ιδιοτροπίες.
Με τη Λενιώ είχε βρει την ιδανική βοηθό του όπως έλεγαν όλοι γιατί ήταν η μόνη που καταλάβαινε τα ξεσπάσματα του, τις σιωπηλές σχεδόν με ένα νεύμα απαιτήσεις του την ώρα της δουλειάς και αμίλητη πάντα τις εκτελούσε. Μία φορά μάλιστα που έβαλε τις φωνές στο χειρουργείο και κατσάδιαζε τους πάντες εκείνη αντιμετώπισε με ψυχραιμία το ξέσπασμα του και παρέμεινε δίπλα του στη θέση της χωρίς να τον φοβηθεί . Όταν όλα τελείωσαν και βγήκαν από μέσα τον θυμάται ακόμη να κατεβάζει τη μάσκα του να της χαμογελάει και να της κάνει με το χέρι του ένα χαιρετισμό …στρατιωτικό .
-Είσαι κατάλληλη για ένα νευρικό και δύστροπο γιατρό σαν κι εμένα μικρή, της πέταξε πίσω από τη πλάτη του φεύγοντας..
Από τότε την ζητούσε συστηματικά σε κάθε του επέμβαση και όταν είχε να κάνει κάποια προσεκτική μικροεπέμβαση σε δύσκολη περίπτωση. Κάθε δε φορά της εξηγούσε τι έκανε και γιατί το έκανε λες και είχε δίπλα του ένα μαθητή του .Τον ικανοποιούσε η προσοχή της σε όσα έλεγε, η ικανότητα της να ξεχωρίζει τις καταστάσεις σε βαθμούς κινδύνου και η ταχύτητα της στις κινήσεις της .Κρίμα που δεν πήγε στην Ιατρική αυτό το κορίτσι σκεπτόταν πολλές φορές, θα γινόταν μία ξεχωριστή επιστήμων. Ίσως αν ήξερε τη ζωή της θα καταλάβαινε και θα εκτιμούσε ακόμα περισσότερο αυτά που με τόσο κόπο κατάφερε.
Τώρα λοιπόν την κοίταζε με πόνο σχεδόν και προσπαθούσε να βγάλει από μέσα του τον πεθαμένο συναισθηματισμό του , να πατήσει επάνω του για να την εξηγήσει..να της πει..γι’ αυτό που έκανε..γι’ αυτό που έπρεπε να κάνει στο χειρουργείο με δική του ευθύνη.
Η Λενιώ ξαφνιάστηκε όταν τον είδε να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού της και να της πιάνει το χέρι τόσο φιλικά. Τότε κατάλαβε ξαφνικά ότι έπρεπε να γίνει δυνατή για να ακούσει, να καταλάβει…
-Γιατρέ μου δεν το συνηθίζετε να είστε έτσι ,του είπε με αδύναμη φωνή, είμαι έτοιμη να ακούσω, καταλαβαίνω ότι κάτι είχα...
-Λενιώ μου είμαι σε δύσκολη θέση μα θα γίνω πάλι αυτό που είμαι όταν μιλώ σε ασθενείς μου και τους λέω την αλήθεια, καταπρόσωπο και χωρίς περιστροφές και μισόλογα. Ελπίζω , πιστεύω ότι θα με ακούσεις και θα αντιμετωπίσεις ότι σου πω με τη δύναμη και τη ψυχραιμία που σε διακρίνει. Έχεις ένα δεσμό έμαθα, με νέο συνάδελφο, έτσι δεν είναι; Λοιπόν ..λοιπόν είχες εγκυμοσύνη..τριών μηνών και μένω κατάπληκτος που δεν το κατάλαβες.
Η Λενιώ ζαλίστηκε από αυτό που άκουσε..έγκυος..ήταν έγκυος..άραγε το έμαθε και ο Νίκος; Πάντα έπαιρναν προφυλάξεις, πάντα πρόσεχαν , δεν ήταν έτοιμοι ακόμα για δεσμεύσεις και υποχρεώσεις. Ξεροκατάπιε το δάκρυ που κύλησε και μπήκε στην άκρη του στόματος της, ένοιωσε ντροπή και κατέβασε τη ματιά της από το γιατρό. Τι θα σκέπτεται σκέφτηκε γι’ αυτήν.
-Κορίτσι μου δεν σε κρίνω για την εγκυμοσύνη, νέα γυναίκα είσαι ερωτευμένη, συμβαίνουν αυτά αν και..δεν σου συγχωρώ ότι με τα σημερινά μέσα δεν πρόσεξες όσο έπρεπε.
Πήρε μία βαθιά ανάσα και ξανάγινε αυτό που πάντα ήταν, που έπρεπε να είναι αυτή τη στιγμή ο γιατρός Αποστολάκος. Ευθύς, λιγάκι ψυχρός και ρεαλιστικά απότομος.
-Η εγκυμοσύνη σου ήταν προβληματική δυστυχώς, είχαμε εξωμήτριο σύλληψη Λενιώ με ρήξη της αριστερής σάλπιγγας. Όπως καταλαβαίνεις αφαίρεσα τη σάλπιγγα , δεν είχα άλλη λύση.
Η Λενιώ τον άκουσε και αισθάνθηκε λες και μιλούσαν για κάποια ασθενή άλλη, έτσι δεν αντέδρασε όπως περίμενε ο Γιατρός. Μέσα της σκέφτηκε ότι μπορούσε να κάνει παιδί στο μέλλον και με μία σάλπιγγα, το είχε δει σε ασθενή. Ο Αποστολάκος λες και κατάλαβε τη σκέψη της, έβαλε το χέρι του στον ώμο της και της τον έσφιξε απότομα λες και ήθελε να μεταφέρει το πόνο που θα της προκαλούσε με τα επόμενα λόγια του σε άλλο μέρος.
-Λενιώ μου υπήρχε και κάτι άλλο που είδα κατά την εγχείρηση και πρέπει να σου το αποκαλύψω. Έχεις μία σπάνια δυσπλασία στη μήτρα, εκ γενετής, δεν θα μπορέσεις ποτέ να κάνεις φυσιολογική εγκυμοσύνη. Αυτός είναι και ο λόγος ίσως που έγινε η εγκυμοσύνη στη σάλπιγγα. Η μήτρα σου θα απορρίπτει κάθε εγκυμοσύνη, υπάρχει τέτοια στένωση που καμία κύηση δεν θα υπερβαίνει το 3ο μήνα . Λυπάμαι..λυπάμαι όμως μάνα γίνεσαι σε όποιο παιδί μεγαλώνεις μικρή μου .Εκεί έξω θα υπάρχουν πάντα παιδιά που ζητούν μία μητέρα και εσύ είσαι από αυτές που θα δώσεις αγάπη χωρίς να σταθμίσεις τους δεσμούς αίματος. Λυπάμαι. Σε αφήνω να αποδεχθείς μόνη σου όσα σου είπα, ξέρω ότι είσαι ένα ψύχραιμο κορίτσι, λογικό και με δύναμη.
Σηκώθηκε και για πρώτη φορά αισθάνθηκε τόσο αμήχανα αδύναμος να ελέγξει τον τρόπο να αντιμετωπίσει αυτό το πόνο που αντίκρισε  στα όμορφα μελιά της  μάτια. Έβηξε ελαφρά, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες της ποδιάς για να κρύψει τις γροθιές του, χαιρέτησε αδέξια και έφυγε με γρήγορα βήματα λες και τον κυνηγούσε κάτι. Έξω από τη πόρτα η Μαίρη αντίκρισε το βλέμμα του , χαμήλωσαν και οι δύο τα μάτια και βουβά αντάλλαξαν τις σκέψεις τους.
-Άσε την μόνη, χρειάζεται χρόνο και ..τον κρυφό δυνατό εαυτό της.


Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

26η συνέχεια



Η Λενιώ γυρίζοντας από το χωριό του Νίκου έκοψε τα εισιτήρια για Κρήτη και δίνοντας στον αγαπημένο της μία ατελείωτη αγκαλιά τον αποχαιρέτησε από το πλοίο το επόμενο απόγευμα κουνώντας του το χέρι..σαν εικόνα από παλιά ελληνική ταινία. Μέσα της ένοιωθε κι όλας ότι της..έλειπε όμως η σκέψη της χαράς που θα έβλεπε στα μάτια της οικογένειας που την περίμενε την έκανα να αισθάνεται πόσο πολύ αγαπούσε αυτούς τους ανθρώπους.
Δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι στη κουκέτα της , έκαμνε σχέδια πως θα τους διηγηθεί τη σχέση της με το Νίκο, είχε και τους φόβους μήπως δεν συμφωνήσουν για κάτι. Το ξημέρωμα τη βρήκε στη Κρήτη και κατεβαίνοντας στο λιμάνι απόλαυσε τη πρωινή δροσιά σε ένα μαγευτικό μέρος που γνώριζε μόνο μέσα από τις νοσταλγικές κουβέντες του παπά Μανώλη. Αισθάνθηκε ότι αγάπησε αυτό το τόπο από το πρώτο της βήμα εδώ..λες και γύριζε στη πατρίδα..στο μέρος που γεννήθηκε..στο μέρος που θα ήθελε να γεννηθεί..στους «γονείς» που θα ήθελε να είχε.
Η δυνατή φωνή του Παπά Μανώλη ακούστηκε θαρρείς σε όλη τη προκυμαία και η αγκαλιά του δυνατή όσο και η αγάπη του της έδωσε όσα ήθελε να πάρει από τη πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της. Πόση ευγνωμοσύνη ένοιωθε πάντα όταν τον έβλεπε, πόση σιγουριά και ασφάλεια.
Η μάνα της..άραγε αυτή που βιολογικά είχε το δικαίωμα του τίτλου αυτού..η μάνα της..που ήταν άραγε..γιατί δεν την αγάπησε;  Δάγκωμα στη καρδιά της και βάλσαμο η ατελείωτη φλυαρία του καλού ιερέα στο αμάξι που την έβαλε για να τη πάει στο μικρό χωριό του , στο σπίτι, στη «παπαδιά» του όπως έλεγε γελώντας.
Ήταν ένα όμορφο μικρό χωριό σε ύψωμα που από εκεί αγνάντευες το γαλάζιο της θάλασσας. Πανέμορφο, απλό και με μικρά σπιτάκια, χωμάτινοι δρόμου και ένα εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία απόμακρο στη κορυφή του χωριού. Προσπέρασαν άλλες αυλές και δέχθηκαν το χαιρετισμό όλων των συγχωριανών που συνάντησαν.
-Καλώς τα δέχθηκες παπά Μανώλη, άρχισε να κερνάς τσικουδιές και σκαλτσούνια πες τη κυρά.
Η κυρία Ιουλία την περίμενε έξω από τη πόρτα, στη μικρή αυλή του σπιτιού που την γέμιζαν οι ατελείωτες γλάστρες με τους βασιλικούς και τα αγαπημένα της βότανα. Χώθηκε με λαχτάρα στην αγκαλιά της και βρήκε όσα ήθελε σε αυτήν , τη μάνα..ο Θεός όπως έλεγε συχνά ο γέροντας « παίρνει και..δίνει κόρη μου!»
Ένας ..σαματάς ακολούθησε από τους δυο τους, ο παπά Μανώλης και η γυναίκα του κινιόντουσαν ασταμάτητα στο μικρό σαλονάκι φέρνοντας κεράσματα και νερό, τσικουδιά για το καλό το χαμπέρι και έψαχναν να βρουν κάθε λογής πράμα να της προσφέρουν.
-Χλωμή σε βλέπω κόρη μου, ίντα έπαθες μαθές και έγινες σαν του κρινιού το χρώμα; Ιουλία φέρε φαί, φέρε γάλα και ξεροτήγανα , ψυχανεμίζομαι ότι δεν έχει βάλει στάλα φαί στο στόμα της μαθές. Βάλε και αμύγδαλα με καρύδια στο τάσι να τα μασουλίσει να της δώσουν δύναμη, ρίξε και μέλι με κανέλα..ακούς Ιουλία;
Τους άκουγε, τους έβλεπε και δεν τους χόρταινε η Λενιώ, ήταν η τύχη της ζωής της, οι άνθρωποι που της άλλαξαν τη τύχη και το πεπρωμένο της. Ήταν αυτοί που τους την όφειλε τα πάντα μαζί με όση αγάπη μπορούσε να κρύβει ένα παιδί παραπεταμένο σαν κι αυτήν. Μέσα στο μυαλό της σαν ταινία γύρισαν οι εικόνες της παιδικής ζωής της και για μία κόμη φορά το μόνο φως..είχε το όνομα τους.
Τα μάτια της έκλειναν από τη νύστα είναι αλήθεια όμως η χαρά τους δεν είχε αντίκρισμα και η ζεστασιά της αγάπης τους η καλύτερη ξεκούραση. Τους άφησε να την κανακέψουν , δοκίμασε όσο μπορούσε ότι της προσέφεραν και δέχτηκε τις ατελείωτες ερωτήσεις τους χωρίς να βρει..κενό να προλάβει να τους απαντήσει.
-Μανουλιό  μου κουζουλάθηκες ..άστη τη κοπελιά να πάει να στο κονάκι να ξεκουράσει το κορμάκι της. Σκέψου, ταξίδευε όλη τη νυχτιά.. Μανώλη ..όταν ξαποστάσει τα λέμε..να φτιάξω και τη πίτα με τα χόρτα που μάζωξες εψές..Άιντε κοπελιά μου να σου δείξω που θα κοιμηθείς.
-Σωστά τα λες κυρά μου ,κουζουλάθηκα από τη χαρά, περίμενα καιρό αυτή τη μέρα το ξες καλά..
Από τη κούραση η Λενιώ δεν έβγαλε λέξη να αντισταθεί από ευγένεια περισσότερο , πήρε τη μικρή τσάντα της με τα πράγματα της και με χαμόγελο ακολούθησε τη «μάνα» Ιουλία που την οδηγούσε μουρμουρίζοντας για τις κουζουλάδες όπως έλεγε του Μανουλιού της. Την οδήγησε σε μία μικρή κάμαρα , ένα λιτό δωμάτιο με το χτιστό κρεβάτι ντυμένο με πεντακάθαρα κεντητά σεντόνια. Ένα τραπέζι ξύλινο, μικρό με μία κανάτα νερό κι ένα ποτήρι σκεπασμένα και τα δυο με λευκά κεντημένα πετσετάκια όπως το σπίτι τους που θυμόταν η Λενιώ στο χωριό.
Στο τοίχο ένα χαλί υφαντό πλάι από το μικρό κρεβάτι με εικόνες από κυνήγι..σίγουρα δικό της έργο υφαντό στον αργαλειό που είδε αργότερα στο άλλο δώμα.. Πλάι ένας κεντημένος μικρός πίνακας με φθηνή απλή κορνίζα… «κι’ αυτό θα περάσει», ένα μικρό πουλάκι επάνω στο κεντημένο κλαδί με τα κατακόκκινα λουλούδια. Σοφίες της Κρήτης που της τις έλεγαν μικρή .Σπίτι..γύρισε σπίτι της..επιτέλους το σπίτι που πάντα ονειρευόταν. Άφησε τη τσάντα στη ξύλινη καρέκλα με το λεπτό  πλεχτό μαξιλαράκι επάνω της και τη άνοιξε. Έβγαλε τη θήκη που είχε τοποθετήσει για προφύλαξη το δίπλωμα της και της το έδωσε με συγκίνηση.
-Μάνα..πάρε το, δώσε το στο Πατέρα…. σας ανήκει..είναι δικό σας..
Η κυρία Ιουλία δάκρυσε, το ακούμπησε στο κόρφο της και μετά την έσφιξε στην αγκαλιά της.
-Παιδί μου ο Θεός σε έστειλε σε μας όταν κατάλαβε ότι έπρεπε να μας δώσει μία προσφορά  στη θέση του δικού μας παιδιού που το θέλημα Του ήταν να πάρει κοντά του. Είσαι το ιδανικό κοπέλι για μας..έγινες η ελπίδα και τα όνειρα μας, η προσευχή και ο σκοπός μας τώρα πια..
Η Λενιώ μέσα στα κρυφά δάκρυα της ψυχής της σκέφτηκε ότι δεν μπορούσε να υπήρχαν άλλοι άνθρωποι σ’ αυτό τον κόσμο σαν κι αυτούς τους δύο. Πολλές φορές στη ζωή αναρωτιόμαστε γιατί μας συμβαίνει κάτι, πικραινόμαστε, λέμε ίσως φωναχτά παραπονιάρικες σκέψεις και αμφιβολίες..Μετά..η ζωή σου φέρνει στο δρόμο της ένα ολάνθιστο μπουκέτο μπροστά σου κι εσύ το παίρνεις και το βάζεις δίπλα σου ξέροντας ότι δεν θα μαραθεί ποτέ. Υπάρχουν μπουκέτα που δεν μαραίνονται..ακόμα και όταν η δροσιά χαθεί εκείνο ολάνθιστο στα μάτια και τη καρδιάς σου να σου θυμίζει ότι ο θεός υπάρχει , δεν λησμονεί και δεν εγκαταλείπει.
Ο ύπνος της αρκέστηκε σε λίγες ώρες και νωρίς το απόγευμα σηκώθηκε βρήκε τα σύνεργα του καφέ ψάχνοντας τα ντουλάπια με προσοχή να μη κάνει θόρυβο και ετοίμασε στο δίσκο τα καφεδάκια που αγαπούσαν. Καθόντουσαν στην αυλή μαζί το ζευγάρι , εκείνος ακουμπισμένος στο ξύλινο μπαστούνι του κι εκείνη τον άκουγε ενώ συγχρόνως έπλεκε τη δαντέλα της με το τσιγκελάκι .
Πρόβαλε από τη πόρτα χαμογελαστή με το δίσκο στο χέρι και στα μάτια τους είδε όλη τη χαρά της ζωής να φωτίζει σαν αχτίδα που πρώτη ξεμυτάει στην αυγή.
-Άιντε η κοπελιά μας Ιουλία..ήρθε η κοπελιά μας, το καμάρι μας..άνοιξε το σπίτι μας Ιουλία..άνοιξε.
Έσυρε ένα κάθισμα κοντά τους και ακούμπησε το δίσκο στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι προσέχοντας να μη παρασύρει το υφαντό που το στόλιζε με τόση χάρη και το γλαστράκι με το βασιλικό.
Εκεί λοιπόν κοντά τους κρατώντας τα χέρια τους στα δικά της άνοιξε πάλι τη καρδιά της και τους διηγήθηκε όλα όσα πέρασαν σ’ αυτά τα λίγα χρόνια που τους χώρισαν. Ήταν όπως παλιά, όταν έτρεχε σ’ αυτούς πονεμένη από τις βρισιές της μάνας της, από τις γεμάτο οίκτο ματιές των γειτόνων, από εκείνα που ήθελε να ξεφύγει και τα άλλα που υπόμενε γιατί δεν είχε άλλη λύση.
 Την άκουσαν με προσοχή χωρίς να την διακόψουν , τα μάτια τους είχαν μόνον αγάπη, τα χείλη τους χαμόγελο αποδοχής σε όσα έλεγε. Τα καφεδάκια συνόδεψαν τα λόγια της, η δαντέλα έμεινε στην άκρη και το κρύο νερό στα ποτήρια έβρεχαν τα χείλη της για να της δώσει το κουράγιο να τα πει. Όταν τελείωσε χαμήλωσε τα μάτια και έπαιξε με τα δάχτυλα της την άκρη από το υφαντό περιμένοντας τη γνώμη τους και τη κρίση τους.
0 παπά Μανώλη σηκώθηκε όρθιος και σήκωσε τα σταυρωμένα δάχτυλα του για να κάνει το σημάδι του σταυρού επάνω στο μαυροφορεμένο στήθος του.
-Μέγας είσαι κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου..όλα τα κάνεις εν σοφία και δίνεις τη λύση σε  όλα .Λενιώ μου σου είχα εμπιστοσύνη από τότε που αντίκρισα τα λερωμένο προσωπάκι σου από τη κάπνα της σόμπας στο σπίτι σου..Μου είναι αδύνατον να αμφισβητήσω τη κρίση και την επιλογή σου. Να έχεις την ευχή μας κόρη μου και εμείς εδώ ήμαστε..θα σου κάνουμε ένα γάμο Κρητικό όπως τον έχουμε στα μέρη μας. Γιατί αυτό σου ζητάω μόνο , ένα γάμο εδώ..στα μέρη μου στη μικρή εκκλησιά μου, ευλογημένο από εμένα , η κόρη που αποκτήσαμε , η δεύτερη ευκαιρία του θεού για μας. Έτσι δεν είναι Ιουλία ; για ποιαν τις πλέκεις τις δαντέλες κυρά μου θαρρείς δεν το ξέρω; Σήκω επαέ  και φέρε τσικουδιά να ευλογήσουμε τη κουβέντα μας..τι με τηράς; Ιουλία τσικουδιά είπα !
-Ακόμα νωρίς είναι πατέρα, δεν λέμε ακόμα για γάμο μα απλά θέλουμε να επισημοποιήσουμε τη σχέση μας με την ευλογιά των δικών του και των δικών μου ανθρώπων..εγώ ..μόνον εσάς έχω..Μόλις γυρίσω πιάνω δουλειά, εκείνος τελειώνει σε λίγο μα έχει αγώνα και δρόμο μπροστά του για ειδικότητα..όλα θα πάνε καλά όπως λες κι εσύ μητέρα. Έχω πλέον κάποιον δίπλα μου, έχω όνειρα, αγάπη, μέλλον..Σας οφείλω τόσα..πως θα μπορέσω να σας το ξεπληρώσω ποτέ;
Κάθισε μία εβδομάδα στη Κρήτη, μία υπέροχη εβδομάδα στο σπίτι τους γεμάτη με εικόνες και γνωριμίες. Την τριγύριζαν σε φίλους και γνωστούς δείχνοντας και το δίπλωμα της που..όλως τυχαίως το είχε μαζί του στο ράσο του ο Παπά Μανώλης. Με το Νίκο μιλούσε σχεδόν κάθε μέρα στο τηλέφωνο και πάντα τα μάτια της έλαμπαν από τον έρωτα που ξεχείλιζε μέσα της.
Παραμονή που θα έφευγε το σπίτι λες και άρχισε να σκοτεινιάζει για το γηραιό ζευγάρι μα κάνανε τη προσευχή τους τα βράδια ευχαριστώντας το Θεό γιατί θα είχαν πλέον άλλα όνειρα και σχέδια να συζητούν μόνοι τους μέχρι να την ξαναδούν.
-Σας υπόσχομαι ότι με τη πρώτη ευκαιρία θα έρθουμε με το Νίκο να τον γνωρίσετε, να μιλήσετε και ..να δείτε ότι έχω δίκιο που τον ξεχώρισα.
Το βράδυ θα έπαιρνε το πλοίο και η κυρία Ιουλία την φώναξε στη κάμαρά της να της μιλήσει..
-Κορίτσι μου θέλω να σου κάνω ένα δώρο, δεν είναι πολύτιμο μα είναι ..η ζωή μου και οι γνώσεις μου σε κάτι που ξέρεις ότι αγάπησα, τα βότανα μου. Εσύ είσαι πια η κόρη μου και κάτι με σπρώχνει να σου το δώσω τώρα, ίσως σε βοηθήσει και στη δουλειάς σου. Ξέρω ότι εσείς οι μορφωμένοι θα το γελάτε μα… ποιός ξέρει..ίσως στο μέλλον να καταλάβουν ότι η Φύση μας δίνει όπως και η Πίστη τα πάντα με ασφάλεια .
Έβγαλε το χειροποίητο βιβλίο τετράδιο της, καλυμμένο κι αυτό με ύφασμα κεντημένο από έξω. Το άνοιξε η Λενιώ και γέμισε με αναμνήσεις. Θυμήθηκε μικρή που την τραβούσε στις γλάστρες και στο λόγκο η κυρία Ιουλία να της δείξει ένα ένα όλα τα φυτά, να τα τρίψει στα δάχτυλα της ώστε να βγει το άρωμα τους .Έπειτα της έδειχνε πως το ζωγράφιζε σε αυτό το τετράδιο και δίπλα του το περιέγραφε και έβαζε τις συνταγές που έφτιαχνε με αυτό και τις θεραπευτικές ιδιότητες τους. Φάρμακο για το πόνο, για τη μόλυνση, για τα δερματικά, για το πυρετό και το σπασμό. Όλους τους γιάτρευε τότε η κυρία Ιουλία χωρίς αντίκρισμα και δεχόταν και τον θαυμασμό τους για τα αρώματα και τις κρέμες που έφτιαχνε για τις όμορφες του χωριού, νέες και μεστωμένες.
-Δεν μπορώ να το πάρω μητέρα μου, έχεις πολλά να κάνεις ακόμα, θα μου το δώσεις αργότερα, στο γάμο μου ίσως.
-Όχι, θέλω τώρα να σου το δώσω, κάτι μου λέει ότι θα το χρειαστείς  καλό μου παιδί, κοπέλα μου, φως των ματιών μας. Την αγκάλιασε πάλι και την έσφιξε επάνω της με δύναμη, η Λενιώ αισθάνθηκε κάτι σαν ανατριχίλα στο κορμί της που έσφιξε θαρρείς τη καρδιά της .Σαν αστραπή πέρασε μέσα της κάτι σαν προμήνυμα δυσοίωνο ότι ..ότι..δεν ήθελε ούτε καν σαν σκέψη να το σκεφτεί, να το πει στον εαυτό της.
Την οδήγησαν στο λιμάνι, το πλοίο της έφευγε στις 7 και θα έπιανε Πειραιά στις 7 τα ξημερώματα. 
Εκεί στο λιμάνι ο παπά Μανώλης τη πήρε στην άκρη , την ευλόγησε με το χέρι του όπως πάντα και της έβαλε στο χέρι ένα μασούρι μικρό με χαρτονομίσματα. Η Λενιώ αναπήδησε και άνοιξε το στόμα της που είχε ξηραθεί από το ξάφνιασμα να πει, να διαμαρτυρηθεί.
-Σώπα κοπελιά μου, είναι για το δίπλωμα και το ξεκίνημα σου. Για σένα τάχα, γι’ αυτή την ώρα..Πάρε κι αυτό ..της έβαλε στη παλάμη ένα φάκελο..  Έχει το όνομα του δικηγόρου μας, είσαι ότι έχουμε, εμείς γεράσαμε πια..πρέπει να έχουμε κάποιον πίσω μας. Να ξέρει ο γαμπρός ότι δεν είσαι μόνη κι ότι εμείς στη Κρήτη τα κοπέλια μας τα χρυσώνουμε και είμαστε δίπλα τους στα καλά και τα δύσκολα.. Άιντε στο καλό παιδί μου και την επόμενη φορά θα έρθεις για τα επίσημα και τις χαρές μας με το Νίκο και τα συμπεθεριά.
Στο καράβι η Λενιώ έκλαψε με τη ψυχή της κοιτάζοντας τη δύση του ήλιου στη θάλασσα..Πώς να ξεχαστούν τέτοιοι άνθρωποι  ;  Μπορεί κανείς να φανεί αχάριστος σε κάποιους που της φέρθηκαν όπως δεν της φέρθηκε το ίδιο της το αίμα; Σκεπτόταν ότι όσα και να τους πρόσφερε στο μέλλον δεν θα μπορούσε ούτε στο ελάχιστο να τους το ξεπληρώσει. Η εικόνα του Νίκου στη σκέψη της ελάφρυνε το βαρύ φορτίο που της έδωσαν να πάρει μαζί της έστω και με την τόση αγάπη τους. Χαμογέλασε στον ουρανό που άρχισε να σκοτεινιάζει, όλα θα πάνε καλά σκέφτηκε..όλα θα πάνε καλύτερα από κάθε άλλη φορά στη ζωή της. Γύρισε στη καμπίνα της, έπλυνε τα μάτια της από τα δάκρυα και έπεσε να κοιμηθεί παρέα με τις αγαπημένες μορφές που είχε στη ζωή της. Τίποτε δεν της είπε ότι η μοίρα πολλές φορές αποφασίζει για μας ..πριν από εμάς.