Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

39η Συνέχεια


Κοιμήθηκε έτσι όπως ήταν  με τα ρούχα , κουβαριασμένη στο κρεβάτι της παλεύοντας με σκόρπιες αναμνήσεις που οι περισσότερες την πλήγωναν όπως πληγώνει τη σάρκα τα αγκάθια του  τριαντάφυλλου που κράτησε στο χέρι απρόσεκτα  ποθώντας το άρωμα που ανέδιδε.
Το πρωί ήταν ακόμα πιο άσχημα, είχε πυρετό και το στήθος της δεν μπορούσε καν να το αγγίξει. Σηκώθηκε και έριξε στο πρόσωπο της λίγο νερό , τα μάτια της με κύκλους ολόγυρα, τα μαλλιά της σε άσχημη κατάσταση θαμπά και οι ελαφριές κόκκινες ανταύγειες τους έχασαν τη λάμψη  της που της έδιναν κάποτε. Στηρίχθηκε στη λεκάνη και πάλεψε με τη τάση που είχε να κάνει εμετό  , κάτι μέσα της όμως , κάτι το άγνωστο  βγήκε λες από το πουθενά, την ταρακούνησε και την έκανε να στυλώσει τα μάτια της στο καθρέπτη  στην εικόνα που έβλεπε. Σκέφτηκε όλους όσους είχε βάλει στη ..μαύρη λίστα της ψυχής της, σκέφτηκε την ικανοποίηση που θα τους έδινε αν γονάτιζε.  Ζύγισε τα απομεινάρια της δύναμης της και πήρε την απόφαση να μη δώσει σε κανένα τίποτε άλλο εκτός από την επιθυμία της να τους πονέσει όσο περισσότερο μπορούσε. Θυμήθηκε ότι κάπου μέσα στο ντουλάπι υπήρχε ένα μικρό καμινέτο με αέριο για "κάποια στιγμή διακοπής ρεύματος " όπως της είχε πει τότε η θεία της  που φρόντισε για την εγκατάσταση της στο σπίτι των γονιών της . Άρχισε να ψάχνει και ένοιωσε μία μικρή νίκη όταν το έβαλε μπροστά της στο πάγκο της κουζίνας και άρχισε να ζεσταίνει νερό σε κάποιο μικρό κατσαρολάκι.  Θυμήθηκε ότι το είχε κάποια στιγμή διαβάσει κάπου στο ιντερνέτ, το στήθος μαλάκωνε με ζεστές κομπρέσες και με μαλάξεις έβγαζες το γάλα που είχε συσσωρευτεί, μετά κάτι θα έκανε γι' αυτό, έπρεπε να βγει από εδώ  μέσα και να οργανωθεί. 
Δεν έπρεπε κανείς να δει ότι επέστρεψε και ιδιαίτερα ο Πάνος ή κάποιος που την γνώριζε, έπρεπε να επιστρέψει στη ζωή με διαφορετικό τρόπο και να κερδίσει το χαμένο χρόνο, τις χαμένες ευκαιρίες που τις προσπέρασε .
Όταν σκεπτόταν το Πάνο ένοιωθε ένα μαχαίρι να στριφογυρίζει στη καρδιά της, το καθάριο βλέμμα του, η ευγένεια του, τη γεμάτη ενδιαφέρον γι' αυτήν καθημερινή του καλημέρα ..ο Πάνος..και τι δεν θα έδινε για να βρεθεί στην αγκαλιά του και να ανοίξει τη ψυχή της .
Αραίωνε το ζεστό νερό  συνεχώς με το κρύο σε μία λεκάνη και έπλυνε το κορμί της όσο μπορούσε καλύτερα κάνοντας οικονομία στο νερό. Με ζεστές κομπρέσες και απέραντο πόνο κατάφερε να βγάλει από μέσα της την ..απόδειξη μιας..πράξης που είχε διαγράψει από τη ζωή της χθες ακόμη .Πάλευε 2 ολόκληρες ώρες μέσα στο μπάνιο να συνέλθει και τέλος τυλιγμένη με μία καθαρή πετσέτα και ανακουφισμένη πήγε και στάθηκε πίσω από τη λευκή κουρτίνα προσπαθώντας μέσα από αυτήν να ψάξει όσο μπορούσε καλύτερα το δρόμο, τη γειτονιά, τα σπίτια, τους ανθρώπους.
Ήταν στο μπαλκόνι τότε όταν τον είχε πρωτοδεί, εκεί στο δρομάκι απέναντι επάνω στο ποδήλατο του , του χαμογέλασε, της κούνησε το χέρι..
Ο Πάνος, η μόνη αθώα σχέση της ζωής της που θα κρατούσε πάντα έτσι μέσα στα βάθη της καρδιάς της. Αποφάσισε να κρατήσει πλέον μέσα της ένα χώρο δικό της, μόνον για εκείνη , ένα καταφύγιο, εκεί που θα έχτιζε ένα φανταστικό βασίλειο ερμητικά δικό της και απρόσιτο από κάθε κακή αύρα. Εκεί θα κατέφευγε όποτε χρειαζόταν να θυμάται ότι ήταν το μικρό νεαρό κορίτσι που αρνήθηκε να κάνει έρωτα με τον ερωτευμένο Πάνο γιατί ήθελε να ζήσει αυτή τη στιγμή έτοιμη και αποφασισμένη να τη γευτεί σαν μοναδική, έχασε αυτή τη στιγμή δυστυχώς.. Τώρα ήξερε ότι πρέπει να ζεις τη κάθε απρόσμενη χαρά  που σου δίνει η ζωή, ότι έχασε ότι καλύτερο υπήρχε για να γευτεί την ονειρική πρώτη φορά δίπλα σε κάποιον που θα της την χάριζε με όλη τη δύναμη της ψυχής και του νεανικού κορμιού του. Το κορίτσι  τελικά έζησε αυτή τη μοναδικότητα  με το πιο σκληρό τρόπο, και  αποχαιρέτησε το όνειρο της  άδοξα,  σαν το νερό της πηγής  που κύλησε μέσα από τα ανοιχτά της δάχτυλα όταν της βρέθηκε μπροστά στο δρόμο της.
Άνοιξε τη ντουλάπα της και βρήκε τα πάντα όπως τα άφησε, η παλιά ήρεμη νεανική ζωή της αντικαθρεπτίζοντας στα νεανικά ακριβά ρούχα που της έβαλαν εκεί . Ντύθηκε προσεκτικά με κάτι απλό και βλέποντας τον εαυτό της στο καθρέπτη ανακάλυψε ότι δεν ήταν μόνο το τζιν που δεν κούμπωνε πλέον εύκολα μα και η όλη εικόνα της είχε αλλάξει  . Είχε θαρρείς..σκληρύνει το βλέμμα της, το σώμα της είχε μία σφραγίδα γυναικεία στις καμπύλες που κάποτε δεν είχε και μόνο οι μαύροι κύκλου γύρω από τα μάτια της δήλωναν τα όσα είχε περάσει. Ξέχασε σκέφτηκε τους αβάσταχτους πόνους του κορμιού της καθώς ξεριζωνόταν  το..μωρό από μέσα της μα δεν μπόρεσε  να διώξει εκείνο το πόνο που ένοιωσε όταν έκλεισε τη πόρτα πίσω της και έσβησε από τη μνήμη της ότι εγκατέλειψε στη Λενιώ. Απώθησε την ανάμνηση, την έσβησε, την έδιωξε σαν κάτι το απεχθές..δεν ήθελε να υπάρχει στο μέλλον της πια.
Ντύθηκε και βγήκε προσεκτικά κοιτώντας σαν ένοχη τους ανθρώπους που την προσπερνούσαν με το φόβο μήπως κάποιος την αναγνωρίσει. Πήρε ένα ταξί και πήγε σε άλλη περιοχή, χώθηκε σε ένα εμπορικό κέντρο και διάλεξε ένα καφέ. Ήθελε σκεφτεί, να βάλει τις προτεραιότητες της σε λίστα με πρώτο από όλα το θέμα της υγείας της , το γάλα που έπρεπε να σταματήσει. Πριν καθίσει λοιπόν έψαξε για ένα φαρμακείο που ήξερε ότι υπήρχε εκεί. Πήρε ένα αθώο ύφος άγνοιας και ρώτησε το φαρμακοποιό όσο μπορούσε πιο ..γλυκά :
- Συγνώμη, η αδελφή μου γέννησε πρόσφατα και μου έδωσε μία συνταγή του γιατρού της να πάρω ένα φάρμακο για να σταματήσει το γάλα της. Βλέπετε αρχίζει δουλειά και δεν μπορεί να το θηλάζει πλέον. Το πρόβλημα μου είναι ότι έχασα τη συνταγή και...καταλαβαίνετε..τι θα της πω..θα θυμώσει.. 
Ο φαρμακοποιός την κοίταξε με κατανόηση.
-Κρίμα που σταματάει το θηλασμό, ελπίζω να έχει πάρει το παιδί έστω και λίγο όλα τα οφέλη του θηλασμού.
-Σίγουρα..έχει καιρό που το θηλάζει ..όμως πρέπει να γυρίσει στη δουλειά της..καταλαβαίνετε..
-Θα σας δώσω ένα σκεύασμα ελπίζω να είναι το κατάλληλο και να συμπίπτει με την εντολή του γιατρού της , όμως αν είναι διαφορετικό φέρτε το μου πίσω με νέα συνταγή να σας το αλλάξω.
Της έδωσε το φάρμακο  και της εξήγησε τι έπρεπε να πει στην αδελφή της!!!
Έφυγε από το φαρμακείο όσο πιο γρήγορα μπορούσε χαρούμενη που τα πράγματα έγιναν πιο εύκολα από όσο περίμενε. Κάθισε στο καφέ και πήρε αμέσως το πρώτο χάπι με λίγο νερό. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να κάνει δίαιτα, να μη πίνει τόσα υγρά και να αποφεύγει όλα όσα από τις τροφές θα της μεγάλωνα το πρόβλημα. Ζήτησε ένα σκέτο καφέ και ένα απλό κουλούρι αν και πεινούσε υπερβολικά.
Το κινητό της ήταν κλειστό, χωρίς ρεύμα στο σπίτι δεν μπόρεσε να το φορτίσει..άχρηστο κι αυτό στα χέρια της σαν τη ζωή και το μέλλον της. Έπρεπε να κάνει μία νέα αρχή, σίγουρα οι θείοι της θα έμαθαν ότι πήρε τα χρήματα της, ίσως πήγαιναν στο σπίτι της έπρεπε λοιπόν να το εγκαταλείψει  μα σίγουρα δεν θα έφευγε χωρίς κάποια ρούχα για ξεκίνημα. Ήθελε τόσο να είχε κάποιον να συμβουλευτεί, να ρωτήσει για τα επόμενα βήματα της, κάποιον που θα της έδειχνε το σωστό δρόμο για να βγει από το αδιέξοδο..Κράτησε το κεφάλι μέσα στις παλάμες της και το έσφιξε απεγνωσμένα λες και έτσι θα κατέβαζε λύσεις και θα άνοιγε πόρτες για το φως.
-Δεσποινίς είστε καλά; Έχετε κάποιο πρόβλημα;
Σήκωσε το κεφάλι με μάτια δακρυσμένα και αντίκρισε ένα βλέμμα γεμάτο ενδιαφέρον να την ερευνάει και συγχρόνως να την "χαϊδεύει" με τρυφερότητα. Ήταν ένας άνδρας μεγάλος σχετικά, βαστούσε μία τσάντα στο χέρι και μία εφημερίδα παραμάσχαλα. Η Ελπίδα είχε από τον Αντώνη τη πείρα να ξεχωρίζει το ακριβό και προσεγμένο ντύσιμο, το πανάκριβο ρολόι, τα δερμάτινα  σινιέ παπούτσια και τα πολυπεριποιημένα χέρια του.
-Κλαίτε; είναι δυνατόν να κλαίει μία όμορφη δεσποινίς σαν κι εσάς; Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι χωρίς να..παρεξηγηθώ;
Δεν περίμενε απάντηση, κάθισε με άνεση στην άδεια καρέκλα δίπλα της και έκανε νόημα το σερβιτόρο με  λέγοντας του: -Το συνηθισμένο μου.
Η Ελπίδα έμεινε ακίνητη, θαρρείς παγωμένη, αδιάφορη από την ενόχληση που ίσως ήταν και ύποπτη , δεν φοβόταν τίποτε πλέον, δεν είχε κάτι να χάσει ούτε ήλπιζε σε περισσότερα από όσα περίμενε..
-Παρακαλώ δεν θέλω να παρεξηγηθώ, ονομάζομαι Άρης Πανταζόπουλος και είμαι δικηγόρος, έχω το γραφείο μου εδώ δίπλα από το εμπορικό, συνήθως πίνω εδώ το καφέ μου για να προετοιμαστώ ψυχολογικά για την  επόμενη μέρα μου.
Της άπλωσε το χέρι  κι εκείνη το κοίταξε μέσα από τα δάκρυα της σχεδόν παραξενεμένα..μετά έδωσε δειλά το δικό της και του είπε το όνομα της.
-Ελπίδα, με λένε Ελπίδα..
-Τι υπέροχο όνομα, φαντάζομαι ότι μάλλον με τόσα δάκρυα στα όμορφα μάτια σου ξέχασες την έννοια του ονόματος σου μικρή μου. 
Έτσι εκείνη τη μέρα μπήκε στη ζωή της ο Άρης , την "μάζεψε" σαν το χέρι που μαζεύει ένα πληγωμένο πουλί και προσπαθεί να του αφιερώσει τη φροντίδα για να το κάνει να πετάξει ξανά. Την νύχτα εκείνη κοιμήθηκε στο σπίτι του , τον ακολούθησε όπως το αρνί τον άγνωστο που του βάζει σκοινί στο λαιμό και το οδηγεί στο μαντρί. Μόνο που ο Άρης  αποδείχθηκε ένα τρυφερός , ευγενικός άνθρωπος, μοναχικός θα έλεγε κανείς με μόνη αγάπη και όνειρο τη δουλειά του. Δεν τον αγάπησε ποτέ..όχι γιατί δεν το άξιζε αλλά γιατί εκείνη αποφάσισε να κλείσει τη πόρτα  στη καρδιά της σαν μία προσωπική τιμωρία για τις παλιές επιλογές της.
 Ο Άρης έγινε το πρώτο σκαλοπάτι της, εκείνος που την οδήγησε σε σωστές επιλογές για να πατήσει και να ανέβει εκεί που ήθελε πεισματικά πια, στη κορυφή. Δεν την ρώτησε ποτέ για ότι δεν του αποκάλυψε εκείνη και απλά δεχόταν σαν δώρο ότι του έδινε, τα πιο απλά, τα πιο ελάχιστα. Την έγραψε σε ιδιωτικό ξένο πανεπιστήμιο, την βοήθησε να αποκτήσει γνώσεις διοίκησης  επιχειρήσεων και όταν συναντιόντουσαν τα βράδια άδειαζε στα χέρια της ότι τον τυράννησε την ημέρα του . Του αρκούσε που τον άκουγε, που δεν τον έλεγχε,  που δεν ζήλευε , που δεν ήθελε από αυτόν τίποτε περισσότερο από όσα της έδινε. Τον γοήτευε η αίσθηση που ένοιωσε από τη πρώτη στιγμή που την κράτησε γυμνή στην αγκαλιά του ότι της μάθαινε κάτι από την αρχή, ότι έπρεπε να της δείξει ότι καλύτερο μπορούσε για να την κάνει να ζήσει σωστά τη μοναδικότητα του έρωτα. Εκείνος σχεδόν 40 ..εκείνη σχεδόν παιδί..πάλευε μέσα του με το σωστό το λάθος μα κάθε μέρα δίπλα της ήταν ένα ακόμη βήμα σε μία εθιστική σχέση από μέρους του.  Δεν μπορούσε να την κατηγορήσει για τίποτα, δεν του ζητούσε , δεν διαμαρτυρόταν απλά δεχόταν και ζούσε το σήμερα.
Άρχισε να νοιώθει άγχος ότι θα την χάσει και ας μη της το έλεγε, δεν τολμούσε να της ζητήσει αυτό που γυρόφερνε στο μυαλό του το τελευταίο καιρό γιατί ήξερε, το ένοιωθε ότι θα αρνιόταν και θα την έχανε για πάντα. Της έδινε λοιπόν απεριόριστα κάθε τι που θα την βοηθούσε να ικανοποιήσει την εικόνα που έβλεπε να χτίζει ολόγυρα της. Το "παραδεισένιο πουλί" που βρέθηκε πληγωμένο στο δρόμο του άνοιγε πια τα φτερά, το έβλεπε, το ένοιωθε, το παρακολουθούσε να ομορφαίνει, να δοκιμάζει τις δυνάμεις του ...να πλησιάζει τη πόρτα του χρυσού κλουβιού αδιάφορο για το τι θα άφηνε πίσω του. 
Τότε κατάλαβε ότι την ερωτεύτηκε, ότι ήταν αργά γι' αυτόν γιατί κάτι μέσα της δεν μπόρεσε ποτέ να κάνει δικό του ακόμη και όταν κέρδιζε τη απόλαυση του έρωτα της. Αυτά τα 4 χρόνια δίπλα της ήταν Παράδεισο και Κόλαση μαζί πλέον το τελευταίο καιρό και κάτι μέσα του.. ένα κουδούνι χτυπούσε συναγερμό ότι έφθανε η ώρα που έπρεπε να τη χάσει.
Η Ελπίδα είχε εδώ και λίγο καιρό κάνει έρευνα για μεταπτυχιακό σε Πανεπιστήμιο στο εξωτερικό, ήταν καιρός να κάνει το επόμενο βήμα και μέσα της έψαχνε να βρει τα κατάλληλα λόγια να το ανακοινώσει στον Άρη. Δεν της ήταν εύκολο γιατί καταλάβαινε ότι θα τον πλήγωνε μα γι' αυτήν ήταν λες και θα αποχαιρετούσε ένα καλό φίλο λίγο πριν πάρει ο καθένας το δρόμο του. Του χρωστούσε πολλά, θα έλεγε καλύτερα τα πάντα μα...δεν του τα είχε ζητήσει..απλά πήρε ότι της έδωσε !
Εκείνες τις μέρες κάτι μέσα της την οδηγούσε σε παλιά λημέρια, σε ξεχασμένες διαδρομές της προηγούμενης λες ζωής της , εκείνης που ξέχασε, που ξέγραψε από το μαυροπίνακα της.
Ο Άρης της είχε παραχωρήσει ένα μικρό Smart  που είχε για μέσα στη πόλη αμέσως μετά που πήρε το δίπλωμα οδήγησης της. Τον ευχαρίστησε με ένα χαμόγελο της που ήξερε ότι λάτρευε και ένα ερωτικό ταξίδι το βράδυ που τον σαγήνευε και τον κρατούσε παθητικά δικό της. Τον εκμεταλλεύτηκε, το ήξερε, μα δεν του υποσχέθηκε ποτέ κάτι, δεν του είπε ποτέ ψέματα, δεν του ψιθύρισε ακόμα και στους πόθους της επάνω τη λέξη: Σ΄αγαπώ...
Πήγε πρώτα στο τάφο των γονιών της, η θεία της τον είχε αγοράσει για να μη χρειαστεί να τους βγάλουν ποτέ, σκέφτηκε ότι ίσως σε αυτό το τάφο θα έμπαινε κάποτε κι αυτή.. Τον βρήκε απεριποίητο και άχρωμο, φανερό ότι κανείς δεν τον επισκέφτηκε ποτέ..
-Μανούλα...μπαμπά..συγνώμη τι να πρωτοπώ για πόσα να ζητήσω συγχώρεση και έλεος, δεν είμαι εγώ πια μαμά...είμαι μία άλλη .Εκείνη που γεννήσατε πέθανε εδώ και καιρό μαμά..εγώ πια  θα βαδίσω σε όποιο δρόμο βρω μπροστά μου ανοιχτό , θα διώξω τα εμπόδια, θα ανέβω κάθε βουνό με όποιο τρόπο  μπορέσω. Συγνώμη ..μόνον από εσάς θα ζητήσω και από κανέναν άλλο..Δεν ξέρω που θα με οδηγήσει η ζωή μα θα παλέψω για όλα.. Αντίο μαμά..μπαμπά..μη με κοιτάτε..ίσως ντραπείτε για μένα.
Η επόμενη στάση της ήταν το σπίτι της, ανέβηκε προσεκτικά, άνοιξε τη κουρτίνα για να μπει το φως και στάθηκε ώρα πίσω από το παράθυρο με μία ελπίδα, να δει το Πάνο να περνάει όπως τότε με το ποδήλατο.. Μα δεν πέρασε ποτέ, δεν είδε κανένα γνωστό πρόσωπο , έκλεισε τη κουρτίνα, κατέβηκε από τις σκάλες και πάλεψε με την επιθυμία να περάσει από τη πόρτα του σπιτιού του . Τότε έπεσε επάνω  σε κάποιον , άκουσε το όνομα της και έσπασε η καρδιά της από το φόβο. ήταν ο Κώστας , ο φίλος του Πάνου, ο κολλητός του.
-Ελπίδα; Ελπίδα εσύ;  Είναι δυνατόν ; που ήσουν τόσο καιρό;                  





Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

38η συνέχεια



Η Ελπίδα ανασηκώθηκε στο κρεβάτι της και προσπάθησε να συνειδητοποιήσει που βρισκόταν. Ο ελαφρός πόνος στη μέση της την επανέφερε από τον κόσμο του ονείρου στη πραγματικότητα. Όλα πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό της και ο πόνος πήγε στη καρδιά και της την έσφιξε σαν χέρι μολυβένιο. Όχι, δεν ήταν όνειρο , η αλήθεια την βάρυνε, το μικρό φως από ένα καντήλι του δωματίου την φώτισε ώστε να δει τη γυναίκα που πριν λίγες ώρες την βοήθησε να φέρει στο κόσμο το μωρό που κουβαλούσε μέσα της. Ήταν ξαπλωμένη σε μία πολυθρόνα από αυτές που η Ελπίδα έβλεπε σε ..Χριστουγεννιάτικες κάρτες μπροστά σε ένα τζάκι. Στα πόδια της ήταν ριγμένη μία πλεκτή κουβερτούλα και τα γυαλιά της δεμένα με κορδόνι είχαν πέσει επάνω στο στήθος της στη δαντέλα που στόλιζε μία απλή μα τόσο όμορφη νυχτικιά. Ανάσαινε ελαφρά μα κουρασμένα και πότε πότε αναπηδούσε ελαφρά λες και έβλεπε κάτι στον ύπνο της που έπρεπε να διώξει. Αισθάνθηκε ευγνωμοσύνη γι’ αυτή την άγνωστη μέχρι χθες γυναίκα που την αγκάλιασε χωρίς να ρωτήσει, που την βοήθησε χωρίς να διστάσει , που προσπάθησε να την κάνει να δει με άλλο μάτι το μωρό που είχε φέρει στο κόσμο.
Το μωρό..Θεέ μου το μωρό, είχε πλέον ένα μωρό , απίστευτο ακόμα και να το σκεφτεί. Μέσα της είχε μόνο πόνο, οργή, επιθυμία να ανταποδώσει το χτύπημα , δεν είχε χώρο για κάτι τέτοιο. Οι σκέψεις στροβιλίζονταν στο μυαλό της η μία μετά την άλλη..έβρισκε λύσεις για το πρόβλημα της και τις απέρριπτε αμέσως. Θεέ μου ήταν μικρή , τόσο μικρή, δεν έζησε καν ότι ήθελε, δεν χάρηκε τον έρωτα με όποιον και όποτε εκείνη το αποφάσιζε. Αισθάνθηκε πανικό, έπρεπε να φύγει, να σωθεί από αυτό που δεν ήθελε, έπρεπε να βγει από τη κινούμενη άμμο που μπήκε μόνη της ..την έσπρωξαν..ποιος ξέρει ποια τελικά ήταν η αλήθεια μα ..έπρεπε να φύγει μακριά, μακριά όσο μακρύτερα μπορούσε από όλα αυτά.
Έκανε μία προσπάθεια να σηκωθεί όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και είδε ότι ήταν καλύτερα από ότι φανταζόταν. Ένας πόνος ακόμη υπήρχε στη κοιλιά και λίγο στο στήθος της, το χέρι της άγγιξε το εσώρουχο της και είδε ότι είχε ακόμη μία μικρή αιμορραγία. Η Λενιώ της είχε φορέσει καθαρή νυχτικιά και την είχε καθαρίσει παντού , μύρισε το μπράτσο της και ένοιωσε τη μυρωδιά μία ελαφριάς κολόνιας που της είχε βάλει μάλλον.
Σηκώθηκε και έψαξε για τα ρούχα της, τα βρήκε διπλωμένα προσεκτικά σε ένα μπαούλο επάνω και τα παπούτσια της μισοφαινώντουσαν από το έπιπλο που ήταν δίπλα από το κρεβάτι της. Ντύθηκε γρήγορα , προσεκτικά και αθόρυβα με κινήσεις προσεκτικές μέσα στο μικρό χώρο που τον φώτιζε μόνο το φως του καντηλιού και κάτι από το λάμψη των  αστεριών που έμπαινε από το παράθυρο. Στο μικρό σακίδιο που κουβαλούσε υπήρχαν τα πάντα, κανείς δεν την έψαξε , στο μικρό δερμάτινο πορτοφόλι της ελάχιστα χρήματα μα έφθαναν για τις επόμενες κινήσεις της. Το μυαλό της ξεκαθάριζε τη θέληση της , είχε πάρει τις αποφάσεις της καλώς ή κακώς αυτές ήταν η λύση. Απόφυγε να κοιτάξει στο μικρό κρεβατάκι που υπήρχε δίπλα στη γυναίκα λες και δεν το έβλεπε, λες και δεν υπήρχε αυτό και το..περιεχόμενο του. Έπρεπε να φύγει, έπρεπε να σωθεί, να αρχίσει από την αρχή, να παλέψει, να κατακτήσει, να δικαιωθεί. Άνοιξε το ψυγείο και πήρε ένα μπουκάλι νερό που υπήρχε, ένοιωθε πείνα και δίψα, ήπιε λίγο από το γάλα που βρήκε και πήρε ένα μήλο που ήταν μπροστά της .Φόρεσε το σακίδιο στους ώμους της και με σιγανά βήματα προχώρησε προς την εξώπορτα ..όμως σταμάτησε. Η γυναίκα αυτή που χθες την εμπιστεύτηκε όλη τη ζωή της δικαιούταν έστω και μία εξήγηση, λίγες λέξεις.
Με χέρια που έτρεμαν έκοψε μία σελίδα και έγραψε ένα σημείωμα. Ένιωθε τύψεις, ντροπή ίσως, μα δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Το ακούμπησε στο κρεβάτι της και  έκανε να προχωρήσει στη πόρτα μα..και πάλι σταμάτησε. Κάτι μέσα της την έσπρωχνε να δει  το μωρό..για μία φορά, μία και τελευταία είπε στον εαυτό της. Μία άλλη φωνή σκληρή και αποφασισμένη την σταμάτησε, ήταν η άλλη..Ελπίδα εκείνη που γεννήθηκε μαζί με το μωρό αυτό..
-Τι κάνεις, σταμάτα, άσε πίσω σου ότι θα σε  κάνει να πονάς, ότι θα σε εμποδίσει να προχωρήσεις, μη κοιτάς, μη δένεσαι, μην έχεις να κουβαλάς την εικόνα του μαζί σου. Φύγε, φύγε όσο μπορείς και μη κοιτάς πίσω σου, φύγε.
Άνοιξε σιγά τη πόρτα, δεν ήταν ούτε καν κλειδωμένη σκέφτηκε και χαμογέλασε , η τελευταία της ματιά ήταν σε αυτή τη γυναίκα, τη Λενιώ, την αγκάλιασε νοερά, της φίλησε το χέρι, γονάτισε μπροστά της και της είπε: «Σου αφήνω  ότι δεν μπορώ να αγαπήσω, ότι δεν πρέπει να πάρω μαζί μου , ότι θέλω να μη θυμάμαι, ότι θα με εμποδίσει να κάνω αυτό που σχεδιάζω να κάνω..πες πως δεν υπήρξα ποτέ σ’ αυτή τη νύχτα»’
Έκλεισε τη πόρτα πίσω της , διάβηκε ανάμεσα από τα όμορφα λουλούδια του κήπου που χθες πονεμένη δεν είχε προσέξει. Τ’ αστέρια την συντρόφευαν, το φεγγάρι  έκρυψε το μάλωμα του γι’ αυτήν  και έριξε το φως στο δρόμο της . Τα βήματα της βιαστικά στο δρομάκι, πέτρες εδώ κι εκεί, κράξιμο μιας κουκουβάγιας , ένα ζωάκι της νύχτα τρομαγμένο γρύλισε . Ένοιωσε λες και όλα της πετούσαν πέτρα αναθέματος, μα η νύχτα έγινε για να κρύβει, να θολώνει ψυχές και πράξεις κι εκείνη έκλεισε τα’ αυτιά στις σειρήνες της συνείδησης και έφθασε στο χωριό. Προσανατολίστηκε στους δύο δρόμους που υπήρχαν μπροστά της , αναγνώρισε εκείνο που την έφερε το αυτοκίνητο εδώ και τον πήρε βιαστικά.  Δεν έπρεπε κανείς από το χωριό να την δει, ίσως να πει στη Λενιώ που ήταν. Άρχισε να περπατά οργά και ο φόβος της σκέπαζε τους πόνους του κορμιού και την αδυναμία που ένοιωθε.  Έβγαλε το μήλο από τη τσέπη της και άρχισε να το μασουλάει με απόλαυση   γευόμενη τη δροσιά και τη γλύκα του χυμού του.
Θυμήθηκε τα πλούσια πρωινά στο σπίτι των θείων της, χαμογέλασε με πικρία, κακόμαθε σε όσα της πρόσφεραν , στις .. «πατρικές» προσφορές του Αντώνη   ,ένοιωσε οργή με τον εαυτό της. Πόσο ανόητα φέρθηκε , πόσο ανεύθυνα αφελής..μα ήταν παιδί να πάρει η ευχή, ήταν παιδί , έπρεπε να την προστατέψουν και όχι να την προσγειώσουν τόσο ανώμαλα.
Περπάτησε αρκετά, ο ήλιος ξεπρόβαλε και την αγκάλιασε, μία νέα μέρα, ένα νέο σήμερα , έπρεπε να γυρίσει πίσω χωρίς να το μάθει κανείς. Έπρεπε να μεγαλώσει , να σχεδιάσει το αύριο , να χαράξει το μέλλον της όσο καλύτερα μπορούσε. Στο επόμενο χωριό μπήκε σχεδόν σέρνοντας τα πόδια της από τη κούραση. Βρήκε τη στάση και σε ένα τοιχοκολλημένο χαρτί βρήκε τα δρομολόγια.   Απελπίστηκε, το επόμενο αυτοκίνητο ήταν μετά από ώρες  κι εκείνη βιαζόταν να φύγει. Ένα αγροτικό σταμάτησε δίπλα της, και η φωνή του αγρότη της έδωσε ανέλπιστη λύση. 
-Κοπελιά , της κυρά Ζαχάρως η εγγόνα δεν είσαι; Τι περιμένεις τόσο πρωί το λεωφορείο , έλα να σε κατεβάσω εγώ , πάω για τη πόλη  στη λαϊκή .
Η Ελπίδα απάντησε σχεδόν αυθόρμητα καταφατικά στην ανέλπιστη λύση.
-Ναι η εγγονή της Ζαχάρως είμαι πάω στη σχολή μου κα μετά σπίτι . Συγχρόνως χώθηκε βιαστικά στο αυτοκίνητο με το φόβο να μην έρθει η πραγματική εγγόνα και την πιάσουν στα πράσα. Στη διαδρομή απέφυγε κάθε διευκρίνηση στις ερωτήσεις του λαλίστατου αγρότη και απαντούσε   αόριστα αλλάζοντας θέμα και ρωτώντας τον για τη δουλειά του. Άλλο που δεν ήθελε εκείνος και της αράδιασε όλα τα προβλήματα του με τα λαχανικά, τις πωλήσεις, την εφορία που του έβαζαν , τις χασούρες από τον καιρό.
Όταν επιτέλους έφθασαν στη πόλη του έκανε νόημα να σταματήσει σε γνώριμη περιοχή.
-Μα καλά εσύ δεν μένεις κατά τη Κρυοπηγή; Πως θα πας μέχρι εκεί κοπέλα μου;  Να σε πάω δεν μπορώ γιατί βιάζομαι μα α σε αφήσω στη στάση της περιοχής που θα πας εκεί.
-Μη κάνετε το κόπο, θα πάω πρώτα στο σπίτι μιας φίλης συμμαθήτριας στη σχολή για να πάρω κάποια βιβλία, θα φάμε μαζί κα μετά σπίτι μου. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, μου γλυτώσατε ώρα   ταλαιπωρίας. Και..χαιρετισμούς στη..γιαγιά μου!
Που τη βρήκε τη διάθεση δεν μπόρεσε να καταλάβει η Ελπίδα, λες και φεύγοντας από εκείνο το τόπο άφησε πίσω της μαζί με το..παιδί και  τα προβλήματα που την βάραιναν. Κοίταξε το μικρό χρυσό ρολόι της, δώρο του Αντώνη κι αυτό σκέφτηκε με πικρία και μούντζωσε ακόμα μια φορά τον εαυτό της, ήταν πρωί και οι τράπεζες θα άνοιγαν σε μία ώρα περίπου. Πήγε στη στάση και πήρε το λεωφορείο για τη περιοχή που  ήθελε, έπρεπε να διεκδικήσει τα χρήματα της και είχε ευτυχώς όλα τα χαρτιά που της είχε δώσει ο Αντώνης . Δεν έπρεπε κανείς να τη δει,  θα γύριζε σπίτι της βέβαια μα θα φρόντιζε να μη πάρει κανείς είδηση τη παρουσία της. Η καρδιά της χτύπησε άταχτα, ο Πάνος σκέφτηκε..ο καημένος ο Πάνος  , όχι , δεν έπρεπε να τη δει, πως θα αντίκριζε το βλέμμα του, της ήταν αδύνατον. 
Έφθασε στη τράπεζα μόλις άνοιξε, έσιαξε τα ρούχα της , έλεγξε το παρουσιαστικό, της και μπήκε μέσα με αυτοπεποίθηση που της είχε διδάξει τόσο  καλά..ποιος άλλος; Ο Αντώνης! 
Πλησίασε το γραφείο του διευθυντή και παρουσίασε τα χαρτιά της. Αισθανόταν αγχωμένη για το τι θα έκρινε ο διευθυντής από τη απόφαση της να ανοίξει το λογαριασμό της πλέον σαν ενήλικη και να έχει ελεύθερα πρόσβαση σε αυτόν . Τα πράγματα όμως ήταν μάλλον απλά, μιλούσαν τα χαρτιά της και κανείς πλέον δεν είχε επάνω της εξουσία εκτός από εκείνη την ίδια.  Αν κοιτούσε προσεκτικά τον εαυτό της στο καθρέπτη θα έβλεπε ότι η γέννα είχε επιδράσει καις την εμφάνιση της. Το παιδικό ύφος είχε χαθεί, κάποια αδιόρατη σκληράδα στο πρόσωπο, μία γυναίκα που είχε ξεπηδήσει από μέσα της και το καθάριο παλιά βλέμμα γεμάτο ευθύνες και βάρη τώρα ανέδιδαν ένα άτομο κατάλληλο να διαχειριστεί το μέλλον του.
Της παρέδωσε το βιβλιάριο, μία κάρτα που της έβγαλαν αμέσως σχεδόν, κάποιες συμβουλές για σωστή διαχείριση και.. η Ελπίδα βγήκε από τη τράπεζα   με  κάποια ασφάλεια για το προσεχές μέλλον έστω για λίγο καιρό γιατί τα χρήματα δεν ήταν και κάποιο φανταστικό,  νούμερο. 
Έδωσε στον εαυτό της την πολυτέλεια ενός ταξί με τα λίγα χρήματα που είχε και του είπε να σταματήσει λίγο πιο κάτω από το σπίτι που έμενε, το σπίτι των γονιών της. Δεν ήθελε να τη δει κανείς και προσεκτικά κοιτώντας γύρω της έφθασε στην είσοδο κα ξεκλείδωσε γρήγορα την εξώπορτα . Ανέβηκε με συγκίνηση τις σκάλες και έφθασε έξω από το διαμέρισμα της, όταν μπήκε μέσα διαπίστωσε ότι δεν είχε ρεύμα , το ίδιο ίσχυε για το τηλέφωνο και ήταν φυσικό..δεν είχε πληρώσει τόσο  καιρό τους λογαριασμούς.
Το κρεβάτι της όπως το είχε αφήσει, γεγονός που έδειχνε ότι κανείς δεν είχε μπει. Τότε πρόσεξε ριγμένα χαρτιά σημειώματα στη πόρτα σκορπισμένα στο πάτωμα. Τα πήρε και με φόβο τα κοίταξε, μάλλον θα ήταν από τον Αντώνη..όχι..δεν ήταν.. πως θα μπορούσε ένας δειλός να θέλει να μάθει αν ζει, αν υπάρχει..
Ήταν από το Πάνο, στην αρχή γεμάτα αγωνία, μετά με ερωτηματικά, με αμφιβολίες για την αγάπη της, έπειτα με πικρία, πόνο, μετά οργή και  τέλος απόφαση να φύγει πιστεύοντας ότι εκείνη δεν τον ήθελε στη ζωή της μα ήταν τόσο δειλή που δεν μπορούσε να του το πει κατάμουτρα.
Τα πήρε στην αγκαλιά της , πήγε στο παράθυρο και διακριτικά τράβηξε τη κουρτίνα γυρεύοντας τη μορφή του στο απέναντι σπίτι..κανείς… όλα χαθήκανε εκείνο το βράδυ  που ο Αντώνης τη μεταμόρφωσε σε μία άλλη Ελπίδα, τη νύχτα που χάθηκε εκείνη και γεννήθηκε μία άλλη.
Έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι της, μύριζε το σεντόνι σκόνη και εγκατάλειψη, μύριζε προδοσία και  οργή, επιθυμία για εκδίκηση, μύριζε..μοναξιά. Ενώθηκε το κλάμα με τη σκόνη,  η εγκατάλειψη με τη βουβή κραυγή της ψυχή της , ο πόνος του ανεκπλήρωτου έρωτα της με το Πάνο  που δεν τολμούσε να την αγγίξει αν εκείνη δεν το ήθελε πρώτα.
 Εκεί τη βρήκε η νύχτα και οι αφόρητοι πόνοι που ένοιωθε στο στήθος της , αμάθητη με άγνοια για το τι γινόταν είδε το στήθος της σαν πέτρα  από το γάλα που της ερχόταν . Ακόμα και τώρα την κυνηγούσε ότι άφησε πίσω της σκέφτηκε και συνέχισε να κλαίει σαν παιδί που κοιτάζει τις πληγές στο γόνατο του.  
Πήγε στο μπάνιο σκέφτηκε ότι ένα ζεστό ντουζ θα την βοηθούσε μα το νερό χωρίς ρεύμα παγωμένο κι εκείνη όρθια λερωμένη, τα ρούχα τη στο στήθος γεμάτα υγρά και οι πόνοι διάχυτοι χωρίς να προσδιορίσει ποιοι είναι φοβερότεροι , του κορμιού ή της ψυχής.                                                                  





Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

37η συνέχεια



Ξάπλωσε κρατώντας στο χέρι της ακόμα το χαρτί με τη πρόταση της γνωστής εταιρία. Το διάβασε για χιλιοστή φορά και δεν το χόρταινε. Η εταιρία “ COSMET ” ήταν ότι πιο γνωστό στο κόσμο των καλλυντικών στην Ελλάδα. Δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να ενδιαφερθεί για τα δικά της προϊόντα αν και..
-Γιατί όχι; Φώναξε δυνατά στον ίδιο τον εαυτό της..γιατί όχι; Τα όσα έφτιαχνε βέβαια ήταν μία μικρή πρωτοπορία , είχε παλέψει στη κυριολεξία να δημιουργήσει τη τόσο μικρή επιχείρηση της  «παντρεύοντας» τις παλιές αγνές συνταγές της γιαγιάς Ιουλίας με τις τεκμηριωμένες έρευνες της Λενιώς και όλα αυτά να τα δέσει κάτω από τη δική της επιστημονική κατάρτιση.  Τα αποτελέσματα από τα όσα προσέφερναν οι κρέμες της ήταν θαυματουργά από τα χρόνια της Λενιώς ακόμη όταν τα χάριζε στις γυναίκες του χωριού της. Όμως η παραγωγή της ήταν μικρή γιατί έπρεπε να αγοράζουν τα διάφορα φυτά , τα βότανα που δύσκολα βρισκόντουσαν όταν τα ήθελαν. Μετά έπρεπε να τα περάσουν από τις διάφορες φάσεις όπως τα έφτιαχνε η Λενιώ μα με μηχανήματα πλέον που μερικά δεν τα είχε και αναγκαζόταν να μεταχειρίζεται τον ανθρώπινο παράγοντα που ήταν δυστυχώς αργός .
Ο ύπνος την πήρε με το χαρτί στο χέρι και ο Μορφέας την οδήγησε σε αίθουσες συνεδρίων, σε εκθέσεις και βραβεία..είχε όνειρα, είχε φιλοδοξίες… είχε τόσα να κατακτήσει.
Το πρωί έφυγε με σχεδόν παιδιάστικη βιασύνη, το μικρό σακίδιο στον ώμο, τη φρυγανιά με τη μαρμελάδα στο χέρι ,  πασαλειμμένο με τη γλύκα της φιλί στο μάγουλο της Λενιώς και τη Στεφανία να την κοιτάζει με κατανόηση δίνοντας της στο χέρι τα ξεχασμένα στο σκρίνιο του διαδρόμου κλειδιά της. Θεέ μου σκέφτηκε, ευχαριστώ για τη Στεφανία, ήταν δώρο στη ζωή τους, ότι χρειαζόταν αφού η Λενιώ είχε μεγαλώσει και είχε προβλήματα υγείας. Τους κούνησε το χέρι σχεδόν πίσω από τη πόρτα που έκλεινε και κατέβηκε ανυπόμονα τις σκάλες.
-Αχ! Αυτό το κορίτσι, μουρμούρισε η Λενιώ στη Στεφανία μα τα χείλη της έσκαγαν ένα χαμόγελο γεμάτο τρυφερότητα και αγάπη.
-Εμείς κυρία Λενιώ θα τα λέμε καθώς θα φτιάχνουμε μαζί το φαγητό και μετά θα σας κάνω τα πιο όμορφα νυχάκια που είχατε ποτέ! Άσε που έχουμε ένα σωρό να κουτσομπολέψουμε! Την είδατε τη γειτόνισσα απέναντι που άπλωνε τα ρούχα φορώντας φόρεμα με στρας και δαντέλες;
Η Λενιώ την κοίταξε με αγάπη και ευγνωμοσύνη, δεν μπορεί σκέφτηκε, σίγουρα είναι η μετεμψύχωση της Μαίρης..
Η Χαρά έφτασε στο γραφείο της και πήγε κατευθείαν στο τηλέφωνο. Κοίταξε την ώρα..ας περίμενε λιγάκι..να μη φανεί η ανυπομονησία της σαν ..ανάγκη σκέφτηκε. Τα μάτια της κολλημένα στους δείκτες του ρολογιού, το πόδι της χτυπούσε ρυθμικά στο πάτωμα και ο καφές δεν είχε θαρρείς την ίδια γεύση με τον χθεσινό.
-Κοντεύει 11..μονολόγησε..θα πάρω.. είναι κανονική ώρα. Χαρά ,είπε στον εαυτό της, πρόσεχε, ήρεμα, όχι βιαστικά και ανυπόμονα, με ευγένεια μα όχι φορτικά, ήρεμα και με αυτοπεποίθηση!!!
-Εταιρία “ COSMET ”, ακούστηκε η φωνή μάλλον της γραμματέως, παρακαλώ πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
-Είμαι η Χαρά Παπαδάκη και έχω ένα μέιλ στα χέρια μου από τη διεύθυνση σας. Νομίζω ότι ίσως χρειάζεται να κλείσω κάποιο ραντεβού για να έρθω όπως μου ζητήθηκε.
Η φωνή της ακούστηκε πειστικά σταθερή και με κάποιο..μικρό ύφος ώστε να …ψαρώσει την υπάλληλο και να την κάνει να σκεφτεί ότι είναι κάποια , ξαφνιάστηκε με την άμεση απάντηση της.
-Μάλιστα κυρία Παπαδάκη , υπάρχει το όνομα σας στη λίστα των ατόμων που μου έχει δοθεί για προτεραιότητα στις συναντήσεις με τη πρόεδρο. Πότε νομίζετε ότι θα μπορούσατε να περάσετε;
Η Χαρά πάγωσε λιγάκι μα γρήγορα απάντησε ότι αύριο το πρωί κατά τις 11 πάλι θα ήταν μία ιδανική ώρα.
-Ευχαριστώ κυρία Παπαδάκη, είμαι η Ειρήνη η ιδιαιτέρα της κας Steynthans και σας περιμένω εγώ η ίδια στη ρεσεψιόν της εταιρίας. Αύριο λοιπόν στις 11, ευχαριστώ.
Ακούμπησε η Χαρά το ακουστικό και σκέφτηκε αμέσως ότι το όνομα ήταν ξενικό και εκείνη ήξερε μέχρι τώρα ότι η εταιρία ήταν Ελληνική. Γυναίκα λοιπόν η πρόεδρος; Καλύτερα ή χειρότερα; Μετά σκέφτηκε παρηγορώντας τον εαυτό της και τη φοβία που την κατέλαβε, ότι ήταν απλά μία ..ερευνητική συνάντηση που ίσως δεν σήμαινε κάτι σοβαρό. Βεβαία θα της άρεζε μία συνεργασία με τέτοιο κολοσσό όμως δεν θα χαλούσε και τη ζαχαρένια της αν δεν γινόταν κάτι. Ήταν νέα , ήταν στην αρχή ακόμη, είχε μπροστά της χρόνο να φτιάξει και να δημιουργήσει πολλά.
Το επόμενο πρωί φρόντισε την εμφάνιση της, τίποτε το κραυγαλέο, ένα σοβαρό μα και νεανικό σύνολο. Τα μαλλιά της ελεύθερα στους ώμους της μα φροντισμένα, πρόσεξε τα παπούτσια της να είναι ασορτί με τη τσάντα που είχε πρόσφατα αγοράσει ξεπερνώντας τους ενδοιασμούς της για τη τιμή τους .Σκέφτηκε χαμογελώντας τη Μαίρη που της είπε κάποτε ότι τα παπούτσια είναι κάτι που προσέχουν οι άνθρωποι σε μία εμφάνιση γνωριμίας μετά τα..ωραία μάτια!
Παρκάρισε το μικρό της αυτοκίνητο στο γκαράζ της εταιρίας αφού ο υπεύθυνος του είχε το όνομα της σε λίστα μπροστά του. Ένοιωσε μέσα της μία μικρή ικανοποίηση, λες και κατάφερε κάτι, λες και ανέβηκε ένα ακόμα σκαλοπάτι. Μία όμορφη ξανθή κοπέλα την πλησίασε και της άπλωσε το χέρι μόλις την είδε.
-Η κυρία Χαρά Παπαδάκη; Είμαι η Ειρήνη η ιδιαιτέρα που σας μίλησα στο τηλέφωνο, παρακαλώ ακολουθήστε με.
Η ματιά της με διακριτικότητα βέβαια έκανε μία μικρή «έρευνα» επάνω της και αυθόρμητα της είπε:
-Είστε πολλή νέα, σας περίμεναν σίγουρα αρκετά μεγαλύτερη νομίζω..
Η Χαρά χαμογέλασε και δεν απάντησε παρά την ακολούθησε στο πέρασμα τους μέσα στους διαδρόμους του κτιρίου.
Θαύμασε την όμορφη προσεγμένα μοντέρνα διακόσμηση, τους πίνακες στους τοίχους που έδειχναν θαρρείς ότι έμπαινες σε ένα όμορφο σαλόνι και όχι σε εταιρία. Φθάσανε σε ένα χώρο που σίγουρα ήταν ένας άνετος  προθάλαμος για τα γραφεία πλημμυρισμένος από φως που έμπαινε από τους σχεδόν γυάλινους τοίχους του. Τα λουλούδια στις γωνιές του ήταν αληθινά και φροντισμένα, ένα υπέροχο χειροποίητο σίγουρα χαλί  και ένας τεράστιος δερμάτινος λευκός καναπές που δέσποζε στον ένα τοίχο. Θαύμασε το  υπέροχο τραπέζι με λευκά ξύλινα πόδια που κρατούσαν σαν φύλλα λουλουδιών  το βαρύ κρύσταλλο. Παραδίπλα τις άκρες του καναπέ 2 μικρά κρυστάλλινα τραπεζάκια με κάποια περιοδικά και καταλόγους με τα προϊόντα της εταιρίας.
Η ματιά της στάθηκε σε  μία υπέροχη  βιτρίνα που ήταν  απέναντι από το καθιστικό  αναγκάζοντας σε να τον κοιτάζεις έστω και χωρίς να θες και που φιλοξενούσε τις διακρίσεις της εταιρίας. Το βλέμμα της όμως αιχμαλωτίστηκε από τα  δύο πορτρέτα που υπήρχαν πάνω από τη βιτρίνα   στο τοίχο. Δεν ήταν φωτογραφίες βέβαια αλλά πίνακες  που εκφραστικά υποδείκνυαν τη κυριαρχία στο κτίριο των δύο ατόμων που απεικόνιζαν . Δύο θαυμάσια πορτρέτα και σίγουρα ζωγραφισμένοι  από έμπειρο σε πορτρέτα ζωγράφο.
Ένας άνδρας εύσωμος περίπου στα 70, με λευκά μαλλιά και ένα ήρεμο χαμόγελο στο πρόσωπο του σε κέρδιζε απλά και μόνο που τον αντίκριζες. Η δυναμική όμως έκφραση στο πρόσωπο του σου περνούσε αμέσως την αίσθηση ότι ήταν ένας άνθρωπος που πάλεψε και κατέκτησε όσα είχε με το σπαθί του.
Η καρδιά της χτύπησε δυνατά αντικρίζοντας τα μάτια της γυναίκας του διπλανού πορτρέτου που την κοίταζαν θαρρείς ερευνητικά από τη πρώτη στιγμή που το αντίκρισε. Ένοιωσε μέσα της κάτι σαν προειδοποιητική μαχαιριά να της υπενθυμίζει ότι θα ήταν ένας αντίπαλος γι’ αυτήν .  Πραγματικά  μία όμορφη γυναίκα, σίγουρα γύρω στα 40, καστανά μαλλιά τραβηγμένα στο πλάι έπεφταν στη μία μεριά του ώμου της επάνω στη ράντα από το κατακόκκινο φόρεμα της. Υπέροχα πρασινογάλανα μάτια γεμάτα με μία κενή αδιάφορη άψυχη θα έλεγε έκφραση ανέδιδαν κάτι σαν  υπεροψία και  προσπάθεια να δείξουν στον άλλον ότι έπρεπε να σκύψει το κεφάλι στη ματιά του αντικρίζοντας τα. Κάτι της φάνηκε γνωστό, προσπάθησε να θυμηθεί αν την είχε συναντήσει σε κάποιο σεμινάριο εταιριών, σίγουρα αυτό θα ήταν..αν και μια τέτοια παρουσία δεν θα περνούσε απαρατήρητη αν την συναντούσε. Η φωνή της Ειρήνης την έβγαλε από τις σκέψεις της.
-Κυρία Παπαδάκη σας περιμένουν, παρακαλώ περάστε.
Σηκώθηκε από το φιλόξενο καναπέ και διόρθωσε μηχανικά το λεπτό φθινοπωρινό σακάκι της , χαμογέλασε στη κοπέλα και με μία ανάσα αυτοπεποίθησης προχώρησε με σταθερά βήματα περνώντας μέσα από την ανοιχτή πόρτα που της έδειξε.
Ήταν εκείνη, η γυναίκα του πορτρέτου απλά τώρα της φάνηκε λίγο πιο μεγάλη και πιο γήινη χωρίς το μυστήριο που της έδωσε το πινέλο του ζωγράφου. Ήταν σκυμμένη σε έγραφα, το κινητό στο αυτί της και στο χέρι το στυλό που χτυπούσε με δύναμη το κρύσταλλο του γραφείου της συνοδεύοντας τις γεμάτες αυστηρότητα οδηγίες της σε όποιον μιλούσε.
Σήκωσε τα μάτια και την κοίταξε ενώ με το ελεύθερο χέρι της έδειξε την άνετη καρέκλα μπροστά της. Η Χαρά ένοιωσε να τη διαπερνάει ρεύμα όταν διασταυρώθηκε το γαλαζοπράσινο βλέμμα της με το δικό της, αστείο σκέφτηκε μα ..ένοιωσε φόβο, κάτι σαν να βρισκόταν στο γραφείο του διευθυντή σχολείου και περίμενε τη τιμωρία.
Η Steynthans έκλεισε το κινητό και χαρίζοντας της ένα γοητευτικό χαμόγελο της άπλωσε το χέρι με μία σχεδόν ανδρική κίνηση.
-Η κυρία Παπαδάκη νομίζω; Είστε πολύ πιο νέα από την εικόνα που είχα φτιάξει για σας σύμφωνα με τη..πρόοδο σας στο κοινό μας τομέα.
Η φωνή της ήταν γοητευτική, σαγηνευτική θα έλεγε και οι κινήσεις της είχαν τη χάρη ενός αιλουροειδούς. Η Χαρά της έσφιξε το χέρι και της χάρισε  ένα δικό της χαμόγελο χωρίς να καταλάβει ότι ανέδιδε από παντού αθωότητα και  εφηβική θαρρείς στάση .Αυτό για τη δυναμική πρόεδρο ήταν βούτυρο στο ψωμί της η μάλλον στο..παντεσπάνι της! Η ματιά της την παγίδευσε θριαμβευτικά  και αν η Χαρά δεν είχε τόσο ενθουσιασμό μέσα της θα έπρεπε να νοιώσει σαν τη μύγα που βάδιζε τυφλά στον ιστό της λαμπερής αράχνης.
-Σας ευχαριστώ για τη πρόσκληση αν και δεν βλέπω τι ενδιαφέρον θα είχα για σας μία τόσο μεγάλη εταιρία η δική μου βιοτεχνία θα έλεγα καλύτερα.
Την είδε να κινείται και να έρχεται δίπλα της, ακούμπησε τη μέση της στο γραφείο στηρίζοντας το ελάχιστο βάρος του καλλίγραμμου κορμιού της και της χάρισε ακόμα ένα μαγευτικό  χαμόγελο. Με την ίδια χάρη και με απαλές κινήσεις άνοιξε μία ασημένια ταμπακιέρα δίπλα της και έβαλε ένα τσιγάρο στα ρόδινα από το κραγιόν χείλη της. Το άναψε και το ρούφηξε με ηδονή σχεδόν  κοιτώντας για ελάχιστες στιγμές το καπνό που ανέβηκε παιχνιδιάρικα περνώντας και χαϊδεύοντας τα λαμπερά καστανά μαλλιά της. Το άρωμα της σίγουρα της εταιρίας ειδικά φτιαγμένο ίσως γι’ αυτήν μπήκε μεθυστικά στα ρουθούνια της Χαράς αιχμαλωτίζοντας το μυαλό και τις αισθήσεις της.
-Δεν σας προσφέρω γιατί είμαι σίγουρη ότι δεν έχετε αυτή τη κακή συνήθεια που δυστυχώς εγώ δεν μπορώ να αποχωριστώ όπως βλέπετε.
-Ευχαριστώ κυρία πραγματικά δεν καπνίζω!
-Είδατε; Νομίζω ότι μπορώ να μαντέψω τα πάντα για σας μόνο κοιτάζοντας τα όμορφα ματάκια σας. Είστε νέα, μορφωμένη, αυτό που λένε..καλό κορίτσι..έχετε φιλοδοξίες, σκοπούς και σχέδια μεγάλα μέσα σας . Είμαι σίγουρη ότι λατρεύετε αυτό που κάνετε , που δημιουργείτε και πάνω από όλα επιθυμείτε την θριαμβευτική επιτυχία στο σύντομο προσεχές μέλλον. Κι εδώ γλυκιά μου έρχομαι εγώ και η εταιρία μου να σας κάνει αυτό το δώρο, μία σύντομη ανάδειξη των προσόντων σας και μία διασφαλισμένη φήμη για το μέλλον σε σας και τα σκευάσματα σας.
Η Χαρά δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη, μαγεμένη σχεδόν από το βλέμμα , τη φωνή και τη μυρωδιά της αισθάνθηκε απλά και μόνο ακροάτρια της εικόνας που της διηγιόταν .
-Η πρόταση μας είναι  να σας κάνουμε μέλλος της εταιρίας μας, να κάνουμε τα σκευάσματα σας δικά μας μα πάντα με τη δική σας σφραγίδα. Αυτή η ..εικόνα της αθώας φυσικής ομορφιάς που αναδίδουν όσα κάνετε μου αρέσει μικρή μου και θέλω να επεκταθώ σε μία αγορά γυναικών που χρειάζονται για τον εαυτό τους αυτό ακριβώς που τους δίνεις εσύ. Την αγνή , παλιά μαμαδίστικη συνταγή που εμείς σαν εταιρία μέχρι τώρα δεν μας απασχόλησε! Όμως είμαι άτομο που βλέπει μπροστά, θα έλεγα ότι θέλω να προβλέπω από πριν τη κάθε πιθανότητα στις αλλαγές των επιθυμιών των πελατών μας. Μπαίνουμε σε μία εποχή που τα  νέα άτομα θέλουν την επιστροφή στη Φύση, στην αγνότητα, στην έλλειψη χημικών παρεμβολών, στα βοτάνια και τα λουλούδια! Τι σας προσφέρω; μα τι άλλο νεαρή μου ..το μέλλον ..τη φήμη..τη διαφήμιση με πλάτες το δικό μας όνομα, το χρήμα και την ικανοποίηση της αναγνώρισης σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό μετά ίσως αν συνεχίσουμε με την επιτυχία που προβλέπω.
Ήρθε κοντά της και κινήθηκε ολόγυρα της πιάνοντας ελαφρά τον ώμο της Χαράς με το λεπτό περιποιημένο χέρι της . Η κοπέλα θαύμασε το μονόπετρο που λαμποκοπούσε στο μεσαίο δάχτυλο της δίπλα σε μία περίτεχνη πλατινένια βέρα. Η κυρία  Steynthans γύρισε στο γραφείο της, κάθισε στη δερμάτινη πολυθρόνα της και η φωνή της άλλαξε χροιά μιλώντας πιο δυνατά και χτυπώντας το στυλό της στο κρύσταλλο σε κάθε της φράση.
- Ένα εργαστήριο εδώ μαζί μας κυρία Παπαδάκη, σύγχρονο και επιστημονικά τέλειο, μία εξασφαλισμένη μεγάλη αμοιβή των γνώσεων σας  και μία μεγαλύτερη πώληση χωρίς την αγωνία της πώλησης και διακίνησης των προϊόντων σας. Τα βαζάκια και οι κρέμες σας σε καλύτερη συσκευασία, το όνομα της φίρμας σας στις νέες ετικέτες, ποσοστά βέβαια στις πωλήσεις και σε  λίγους μήνες δοκιμών του αποτελέσματος τι άλλο;..μα βέβαια μετοχές στην εταιρία μας. Δεν νομίζετε ότι ο ουρανός άνοιξε και σας έπεσε χρυσόσκονη μαγική ;
Μιλάει τόσο άνετα και σωστά τα ελληνικά σκέφτηκε η Χαρά μέσα της ασυναίσθητα αντί να σκεφτεί τα όσα της αράδιαζε με τόση άνεση . Όσα της έδινε ήταν ένα όνειρο γι’ αυτή κι εκείνη σκεπτόταν πράγματα αδιάφορα όπως αν ήταν Ελληνίδα ή όχι! Χωρίς να το σκεφτεί  έκανε την ερώτηση:
-Νόμιζα από το επίθετο σας ότι είστε Αγγλίδα ή Αμερικανίδα, μιλάτε τόσο σωστά που σίγουρα κάνω λάθος.
Η Steynthans ξαφνιάστηκε από τον αυθορμητισμό και την άσχετη ερώτηση της μαθημένη να συναντά συνήθως ανθρώπους που νοιαζόντουσαν για νούμερα και αποδοχές προσφορών.
-Είμαι Ελληνίδα, Αθηναία,  μα έχω παντρευτεί στο εξωτερικό στην Αυστραλία . Όπως καταλαβαίνετε αυτό είναι το όνομα του συζύγου μου και η εταιρία αυτή δικό μου δημιούργημα μικρό στις δικές του επιχειρήσεις.
-Μικρό; Μικρό είπατε; Μα η Cosmet είναι τεράστια εταιρία , πίστευα ότι ήταν Ελληνική μα από ότι βλέπω σίγουρα είναι ίσως πολυεθνική.
- Όχι μικρή μου, Ελληνική είναι απλά είμαστε θυγατρική του ομίλου Steynthans του συζύγου μου. Δυστυχώς ο σύζυγος μου έχει το τελευταίο καιρό ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας ,δυστυχώς μόνιμο και ο γιος μας κι εγώ διευθύνουμε τον όμιλο μαζί με μετόχους βέβαια έχοντας τη πλειοψηφία. Λοιπόν αφού απάντησα στις απορίες σας τι θα μου απαντήσετε εσείς στις δικές μου προτάσεις;
-Ο γιος σας διευθύνει την εταιρία; Μα είστε τόσο νέα πως είναι δυνατόν να έχετε τόσο μεγάλο γιο;
Η Steynthans έριξε πίσω το κεφάλι και ξέσπασε σε δυνατά γέλια, αυτό το κορίτσι ήταν φοβερά αυθόρμητο, παιδί θα έλεγε , αχ! Θεέ μου πως θα την ανεχόταν έστω για λίγο καιρό μετά την υπογραφή της; Την έλκυαν οι δυνατοί χαρακτήρες, ήθελε πάντα να παλεύει  με κάθε νέο συνεργάτη και να νοιώθει την ικανοποίηση να τον κάνει πιόνι στα χέρια της. Αυτή η μικρή ήταν πανεύκολο πιόνι, χαμένο από χέρι στη ζωή και το στίβο των επιχειρήσεων, το ενδιαφέρον της γι’ αυτήν θα διαρκούσε για λίγο και θα φρόντιζε να τη χώσει σε ένα εργαστήρι και να μη τη βλέπει.
-Ευχαριστώ για το κοπλιμάν που μου κάνετε, δεν είμαι τόσο νέα κοντεύω τα 45 και ο γιος μου ..ο γιός μου πράγματι είναι γιος του συζύγου μου από το πρώτο του γάμο. Ο Stivens Steynthans είναι 32 και είναι εξαιρετικός επιχειρηματίας. Λοιπόν; Τι αποφασίσατε; Μπορώ να σας αφήσω περιθώριο 3 ημερών μετά θα δεχθώ ίσως τη συνεργασία με ένα παρόμοιο με σας εργαστήρι ενός Κύπριου . Βλέπετε προτίμησα εσάς πρώτα γιατί μου αρέσει να προωθώ νέες γυναίκες, νέες επιχειρηματίες όπως ακριβώς ήμουν κι εγώ. Μόνον που εσείς πρέπει να μου αποδείξετε ότι έχετε τη τόλμη να προχωράτε και όχι να μένετε στη στασιμότητα της επιτυχίας που έχετε τώρα.
Η Χαρά ένοιωσε τη καρδιά της να χτυπάει δυνατά, αισθάνθηκε πανικό και ανασφάλεια, υπήρχαν και άλλου σαν κι αυτήν  σίγουρα, θα έχανε την ευκαιρία που της δινόταν αν δεν έπαιρνε απόφαση.  Ένα εργαστήρι επιπέδου της cosmet, διαφήμιση,  γνωριμίες, νέες προοπτικές σίγουρες θα ανοιγόταν μπροστά της..Τι να κάνει; Να δεχθεί; Τι θα έχανε; Τι θα κέρδιζε; Να ρωτούσε τη Λενιώ; Σε ποιόν να απευθυνόταν γα να ρωτήσει τη γνώμη του; Τώρα ξαφνικά ανακάλυψε ότι ήταν μόνη, χωρίς συγγενείς, χωρίς αγαπημένο, χωρίς κάποιο δυνατό άνθρωπο δίπλα της . Άραγε αν υπήρχε ο πατέρας που ονειρευόταν δίπλα της, αν υπήρχε αυτός ο ..κάποιος που θα της άνοιγε την αγκαλιά στα δύσκολα..
-Κυρία Steynthans η πρόταση σας με τιμά και βλέπω ότι μου προσφέρετε πολλά με άνεση. Όμως οφείλω να σας πω ότι τα σκευάσματα μου έχουν μία δυσκολία που ίσως δεν ξέρετε και πρέπει να σας ενημερώσω. Χρειάζομαι συνεχώς διάφορα φυτά , άπειρα βότανα όπως πχ. Καλεντούλα και χαμομήλι για τις καταπραϋντικές κρέμες μας που είναι οι πιο ζητούμενες, αλόη, πεύκο, ιβίσκο, μαστίχα, κρόκο, άνθη τριανταφυλλιάς εκατοντάφυλλης,  γιασεμί, τίλιο ,άπειρα πιστέψτε με  που τα συλλέγω στις ανάλογες εποχές και πολλές φορές οι καιρικές συνθήκες επηρεάζουν τη συλλογή τους με αποτέλεσμα να έχω ελλείψεις. Χρειάζεται εργασία χωρίς χημικές προσθήκες με αποτέλεσμα να έχουμε προϊόντα που επηρεάζονται από πολλά..Η δική μου παραγωγή είναι μικρή οπότε δεν μπορώ να επεκταθώ σε μεγάλη παραγωγή, δεν γίνεται.
Η Steynthans την κοίταξε με μία ματιά όλο επιείκεια λες και είχε μπροστά της ένα παιδάκι που της αράδιαζε μεγάλα προβλήματα γι’ αυτό και αξεπέραστα. Την σταμάτησε με μία κίνηση του χεριού της και ένα χαμόγελο όλο κατανόηση μα και με δόση βαρεμάρας λες και κουράστηκε από όσα άκουγε.
-Αυτό άστο σ’ εμένα γλυκιά μου, είναι αστεία αυτά που μου λες και ίσως αν εργαστείς μαζί μας θα δεις ότι η απόκτηση όσων υλικών θες θα είναι στα πόδια σου όποτε  θες..Λοιπόν; ποια είναι η απάντηση σου;
Η βιασύνη στη φωνή της, η αίσθηση ότι την είχε κουράσει που γινόταν έντονη στη κάθε της νευρική κίνηση, οι ματιές της στο πλατινένιο της λεπτό ρολόι του καρπού της..όλα μαζί   έκαναν τη Χαρά να προφέρει σχεδόν αυθόρμητα :
-Ναι, δέχομαι..απλά θα ήθελα να δω ένα γραπτό κείμενο με τους όρους σας, τις υποχρεώσεις μου και τις δικές σας σε αυτή τη συνεργασία.
Τα μάτια της όμορφης γυναίκας έλαμψαν λιγάκι ειρωνικά, νάτην η μικρή σκέφτηκε, μπήκε στον ιστό μου απλά κάνει τις πρώτες κινήσεις να δει πόσο μπορεί να προχωρήσει και πόσο μακριά της θα σταθώ. Σηκώθηκε της άπλωσε το χέρι και μετά της είπε με καθαρά επαγγελματική έκφραση :
-Η γραμματέας μου θα σας ενημερώσει γρήγορα για τα συμβόλαια και τις υπογραφές. Βέβαια θα συνοδεύεστε σίγουρα από το δικηγόρο σας που θα συναντηθεί προηγουμένως με το δικό μας. Καλώς ήρθατε στη Cosmet αγαπητή μου, θα  είστε το νεώτερο μέλλος όπως καταλάβατε και είναι μία νέα αίσθηση για μας.
Η Χαρά σηκώθηκε ενθουσιασμένη και την αποχαιρέτησε με ένα χαμόγελο της και μία φράση ευχαριστίας μέσα στα χείλη της. Βγήκε στο προθάλαμο σχεδόν γελώντας και βιάστηκε να τρέξει γρήγορα προς την έξοδο να πάει όσο γινόταν πιο γρήγορα στη μητέρα της να το πει. Το πόδι της μπλέχτηκε στην άκρη ενός μικρού σκαλοπατιού και ένοιωσε τον εαυτό της να πέφτει ενώ ο πανικός την κυρίευσε. Ένοιωσε δύο δυνατά χέρια να την αγκαλιάζουν λίγο πριν πέσει στο μάρμαρο του σκαλοπατιού , το κεφάλι της χώθηκε σε ένα στέρνο που μύριζε τη πιο αρρενωπή ανδρική κολόνια που γνώριζε και τα μάτια της βυθίστηκαν  σε μία θάλασσα μελιού που τα αγκάλιαζαν ξανθές ανταύγειες μαλλιών.
-Μη φοβάστε, σας κρατώ, της …ψιθύρισε το «όνειρο» που την είχε στην αγκαλιά της κι εκείνη έμεινε ακίνητη, αμίλητη νοιώθοντας ότι κάτι σε αυτή την εταιρία είχε βάλει σκοπό να την αποκτήσει για πάντα σε κάθε σημείο της ζωής της.





Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

36η Συνέχεια


Το πρωί την ξύπνησε το φως που μπήκε από τις χαραμάδες του πατζουριού , αχτίδες φωτεινές , χέρια θαρρείς που την χάιδεψαν στοργικά  και παιχνιδιάρικα συγχρόνως τα μαλλιά και το πρόσωπο.
Μισάνοιξε τα μάτια και προσπάθησε να βάλει τον εαυτό της στο χώρο… μα βέβαια..  ήταν στη Κρήτη!
Σηκώθηκε με βιασύνη από το κρεβάτι της και χαμογέλασε με τη σκέψη ότι τα 80 της χρόνια δεν της στέρησαν τη νεαρή Λενιώ που υπήρχε ακόμα μέσα της. Άπλωσε το χέρι στη πλεκτή χειροποίητη κουρτίνα σίγουρα πλεγμένη με αγάπη από τα χεράκια της μάνας Ιουλίας . Την τράβηξε με σεβασμό κα τρυφερότητα και άνοιξε το μάνταλο από τα πατζούρια. Το φως του πρωινού ανάκατο με τα αρώματα των βοτάνων και τα τιτιβίσματα από τις σιταρήθρες ξεχύθηκαν ολόγυρα και την γέμισαν ζωή. Και τότε σκέφτηκε ..στο δικό της χωριό στο παλιό χτιστό παλίοσπιτο της μάνας της το ίδιο ένοιωθε βλέποντας το κήπο της και ανασαίνοντας το καθαρό αέρα της φύσης κάθε πρωινό . Στην Αθήνα όλα αυτά τα είχε ξεχάσει , θυμόταν  πόσο δύσκολα προσαρμόστηκε ξανά με τα καυσαέρια και το θόρυβο των αυτοκινήτων. Χαλάλι όμως όλα για τη Χαρά της!
Το αυτί της έπιασε σιγανούς θορύβους από τη κουζίνα, έβαλε τη ρόμπα της και βγήκε από το δωμάτιο ακλουθώντας  το τραγουδιστό μουρμούρισμα της Στεφανίας.
-Γιατί σηκωθήκατε τόσο πρωί κυρία Λενιώ, είπαμε να κάνετε κάτι σαν.. μίνι διακοπές εδώ, εγώ θα φρόντιζα για όλα!
-Καλό μου κορίτσι , είμαι κάπου που με ευχαριστεί που γεμίζει τη ψυχή μου με αναμνήσεις , συγκίνηση και παλιές  αγαπημένες παρουσίες. Τι σημασία έχει που.. έφυγαν , για μένα ζουν πρώτα στη ψυχή μου και μετά σε κάθε αντικείμενο αυτού του σπιτικού. Θα τα πούμε καλή μου.. θα τα πούμε σίγουρα.. θα περάσουμε όπως φαίνεται πολύ καιρό μαζί εσύ κι εγώ.
 Βγήκε στο κήπο, λυπήθηκε με την εγκατάλειψη του όμως κάποια λουλούδια κόντρα σε όλα και με πείσμα δήλωναν την παρουσία τους και την αντίσταση τους στην έλλειψη κάποιας φροντίδας. Κάποια γιαγιά σαν κι αυτή όμως γερμένη από τις συνθήκες της ζωής πέρασε από το μικρό δρομάκι και την χαιρέτησε κουνώντας το χέρι της.  Η γάτα που καθόταν χθες στο περβάζι κατέβηκε νωχελικά και τρίφτηκε στα πόδια της καλωσορίζοντας την λες και γύρισε ο νοικοκύρης που έλειπε χρόνια. Η Λενιώ την χάιδεψε και σκέφτηκε ότι σίγουρα κάτι θα έβρισκε από αυτά που αγόρασε η Στεφανία να της δώσει να φάει. Την ίδια στιγμή η χαμογελαστή κοπέλα ξεπρόβαλε κρατώντας στα χέρια ένα γεμάτο δίσκο με πρωινό και φρέσκο μυρωδάτο καφέ. Με συγκίνησε παρατήρησε η Λενιώ τον ίδιο δίσκο και τα ίδια φλιτζάνια που την τρατάρισε τότε η μάνα  Ιουλία Η κοπέλα πανέξυπνη πρόσεξε που στυλώθηκε η ματιά της και πρόλαβε να πει:
-Βρήκα τα πάντα στα ντουλάπια σε κουτιά. Φαίνεται ότι η προηγούμενη ένοικος τα είχε μαζέψει προσεκτικά σ’ αυτά να μη σπάσουν.
Απόλαυσαν το πρωινό τους , ο καφές όπως τον έπινε, το ψωμί και το τυρί με τη ντομάτα μικρά κομμάτια δίπλα εικόνες που τις είχε ξαναπεράσει . Σε ένα πανεράκι μικρά κρητικά σκαλτσούνια που φαίνεται ότι τα είχε αδυναμία η Στεφανία γιατί γελώντας τα έτρωγε το ένα μετά το άλλο.
Συνέχισαν με κουβεντούλα εκεί καθισμένες στο πέτρινο χτιστό μιντέρι, η Στεφανία ήξερε να ..ακούει και η Λενιώ κόντρα στον χαρακτήρα της ήθελε να μιλήσει.  Το ένα έφερνε το άλλο σαν το νερό που κυλάει , σαν την ανάγκη   που την πίεζε  να βγάλει από μέσα της όσα είχε διπλοκλειδώσει τόσα χρόνια.
Παράξενο πόσες αλήθειες μπορείς να πεις σε μία άγνωστη εσώψυχα , πόσα βάρη να ξεφορτώσεις από μέσα σου . Λες και την γνώριζε μια ζωή.. λες και η Μαίρη ξανακάθισε δίπλα της στο παγκάκι της κλινικής που δούλευαν. Είναι να μην ανοίξεις το φράγμα που έχτισες η ίδια για να συγκρατήσεις το ποτάμι.. Βγήκε από μέσα της ο πόνος για τη μάνα που την γέννησε, για τα στερημένα χρόνια, για την ελπίδα που ξεπήδησε σαν πηγή στα χέρια του παπά Μανώλη και της Ιουλίας. Ο αγώνας της να σπουδάσει, να μην φανεί αγνώμων σε όσα της προσέφεραν . Ξεπήδησε και ο ερωτικός καημός, ο ανεκπλήρωτος πόθος, το όνειρο που έσβησε πριν καλά καλά το χαρεί.
 Ήρθε η μορφή του Νίκου μπροστά της και ένοιωσε το δάκρυ να κυλάει, άραγε πως θα ήταν αν.. αν.. εκείνο το παιδί δεν πέθαινε.. ή αν εκείνη δεν τον άφηνε να φύγει.. ή αν πάλι εκείνος της έλεγε:
-Εσένα αγαπώ, δεν χρειαζόμαστε δικό μας παιδί μπορούμε να μεγαλώσουμε ένα και να το κάνουμε δικό μας. Μη φεύγεις, η ζωή μου είναι άδεια χωρίς εσένα..
Πόσες φορές η Λενιώ δεν κοιμήθηκε με αυτό το όνειρο,  το φτιαχτό , σαν σκηνή από ταινία με πρωταγωνιστές εκείνους τους δύο.
-Σχώρα με Θεέ μου, δεν ήταν γραφτό, το θέλημα σου ήταν να μεγαλώσω τη Χαρά, να γίνω μάνα σε κάποιο παιδί που θα πετιόταν σε ένα ίδρυμα ίσως.
- Δεν έχουν σημασία όσα προσπερνάς στο δρόμο σου Στεφανία μου, οι στάσεις που δεν κάνεις, τα λεωφορεία που δεν προλαβαίνεις να ανέβεις,  τα πρόσωπα που δεν κρατάς δίπλα σου. Τη διαφορά την κάνει ο τρόπος που τα ζεις όλα αυτά , οι επιλογές που διαλέγεις τις δύσκολες στιγμές, όσα κρατάς στο γέρμα της ζωής μέσα σου!
Η Στεφανία δεν είπε οτιδήποτε, διακριτικά την άφησε να εναποθέσει όλα όσα ήθελε ίσως να..  ξαναπεί στον εαυτό της τον ίδιο. Ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει κάποιο φορτίο σκέφτηκε, ο δρόμος της ζωής είναι γεμάτος από αυτά.  Την  άκουγε χωρίς να κρίνει ή να ρωτάει περισσότερα από όσα ήθελε να της πει και μόνο κάποια στιγμή τόλμησε να απλώσει το χέρι και να βάλει στη χούφτα της το δικό της . Όταν κατάλαβε ότι οι στιγμές αυτές πέρασαν σηκώθηκε , την αγκάλιασε σιωπηλά σαν να την έλεγε ότι θα ήταν εκεί, πάντα δίπλα της και σηκώνοντας το δίσκο την άφησε μόνη να καταλαγιάσει ήρεμα το πάθος της ψυχής της .
Μόλις έφυγε η ζέστη του μεσημεριού πήραν το δρόμο για τους τάφους των « γονιών »της όπως έλεγε με ειλικρίνεια η Λενιώ.  Στο δρόμο κοίταζε με έκπληξη πόσο είχε αλλάξει το μικρό αυτό ορεινό χωριουδάκι που διαφέντευε από ψηλά και είχε σαν πιάτο μπροστά του να θαυμάζει τη θάλασσα του Λυβικού πελάγους. Υπήρχαν τώρα μικρά μαγαζιά, σπίτια κτισμένα με σύγχρονο τρόπο διατήρησης την αρχιτεκτονικής Κρητικής παράδοσης. Η εκκλησία νέα, μεγαλύτερη, η πλατεία που δεν υπήρχε τότε μάζευε τους λίγους σχετικά κατοίκους . Μία χτιστή βρύση με πέτρινα παγκάκια για όσους ήθελαν να ξαποστάσουν ή να περάσουν την ώρα τους με κουβεντούλα. Δυο παππούδες είχαν μπροστά τους ένα τάβλι και έριχναν τα ζάρια με δύναμη σαν μπαταρίες στον αέρα να αντηχούν και να τους θυμίζουν τα νιάτα τους. Κάποιες γιαγιάδες κουβέντιαζαν όρθιες κρατώντας στα χέρια το πρωινό φρέσκο ψωμί του φούρνου.
Η Στεφανία μπόρεσε να βρει σε κάποιο μπακάλικο με την  ταμπέλα ..«Σούπερ Μάρκετ» κεριά και λίγα απαραίτητα για το προσκυνάμε όσο για λουλούδια.. κουτσούλισε όπως είπε γελώντας   μία μία τις γλάστρες και τα παρτέρια που βρήκε μπροστά της.
Ρωτώντας φθάσανε στο κοιμητήριο και η Λενιώ παρόλα τα χρόνια μπόρεσε να θυμηθεί το μέρος που έθαψε το λατρεμένο της ζευγάρι. Ο τάφος εγκαταλελειμμένος, το καντήλι σβηστό, το ξύλινο καγκελωτό  ολόγυρα σχεδόν ετοιμόρροπο. Κάπου στη μικρή μαρμάρινη κεφαλή του τάφου μια ξεθωριασμένη φωτογραφία των δυο τους.
Η Λενιώ στάθηκε ακίνητη, άβουλη σχεδόν να τους κοιτάζει, δεν θυμόταν παρά ελάχιστα από την ημέρα που τους αποχαιρέτησε σ’ αυτό το μέρος. Ένοιωσε ένοχη για την εγκατάλειψη, για όσα άφησε πίσω της φεύγοντας να σωθεί στο δικό της χωριό από το σπαραγμό που της άφησε ο Νίκος .
Η Στεφανία σαν τη μέλισσα ενώ συγχρόνως της μιλούσε ασταμάτητα  τακτοποίησε σε χρόνο ρεκόρ όλα όσα έκαναν το μνήμα να φαίνεται αξιοπρεπές από τη παρουσία της ανθρώπινης φροντίδας.
-Αυτό το ζευγάρι κορίτσι μου άλλαξε όλη τη ζωή μου, ποιος ξέρει που θα βρισκόμουν και τι θα ήμουν σήμερα αν δεν είχαν απλώσει το χέρι και την αγάπη τους επάνω μου. Χίλιες μετάνοιες να τους κάνω δεν μπορώ να ξεπληρώσω την οφειλή μου και πονώ μέσα μου γιατί δεν μπόρεσα να τους δώσω στα στερνά τους  τη φροντίδα μου.
-Κυρία Λενιώ, πιστεύω στο Θεό, πιστεύω ότι τα πάντα έχουν το λόγο τους που γίνονται στη ζωή μας και τα καλά και τα άσχημα. Τους αγαπήσατε, τους ονομάσατε στη ψυχή σας μάνα και πατέρα. Αυτό είμαι σίγουρη ότι το ένοιωσαν ακόμη και την  ώρα που παρέδιδαν το πνεύμα τους.
Η Λενιώ δάκρυσε από τα λόγια της μικρής , αν ήξερε.. αν ήξερε το μεγάλο μυστικό της ζωής της θα έλεγε σίγουρα ότι αυτός ήταν ο προορισμός της.. να ανταποδώσει τα ίδια σε ένα άλλο πλάσμα. Έμεινε αρκετή ώρα εκεί, σιωπηλά ενώ μέσα της έκαμνε στον Παπά Μανώλη την εξομολόγηση της. Από τότε που τον έχασε, από τότε που επωμίστηκα το μυστικό της ζωής της δεν είχε εξομολογηθεί ποτέ πια σε άλλο πνευματικό .. δεν τολμούσε να πει σε άλλον την αλήθεια  . Στην ουσία δεν ήθελε να το πει, ήθελε να ξεχάσει και η ίδια ότι η Χαρά δεν ήταν δικό της παιδί και ότι κάπου.. σε κάποια γωνιά της γης ζούσε η πραγματική της μάνα .
 Όταν πριν χρόνια σαν παραμύθι αποκάλυψε στη Χαρά το γεγονός έτρεμε από τότε κάθε λεπτό μήπως κάποια στιγμή ανοίξει η πόρτα και δει την Ελπίδα μπροστά της. Έτρεμε μήπως και η Χαρά μάθει με κάποιο τρόπο ότι η πραγματική μητέρα της ζει και την φέρει πίσω ψάχνοντας γη και ουρανό με τη λαχτάρα να τη γνωρίσει. Εκείνος ο πόνος στη καρδιά της γύρισε δυνατός, κλονίστηκε όμως το χέρι της Στεφανίας την συγκράτησε και την τράβηξε κοντά της.
-Αρκετά κυρία Λενιώ μου, φεύγουμε, οι νεκροί δεν βρίσκονται εδώ παρά μόνο στη καρδιά μας και είναι τότε ζωντανοί.
Πήραν το δρόμο για τη πλατεία , κόντευε μεσημέρι και η Στεφανία την τράβηξε σε ένα γραφικό μαγαζάκι με κρητικές λιχουδιές που γέμιζαν τον αέρα με τα μοσχοβολιά τους.
-Φάε εσύ κορίτσι μου, δεν πεινάω..
-Πως δεν πεινάτε; Πεινάτε και δεν το ξέρετε και θα το δείτε αμέσως μάλιστα καθώς θα τρώτε τα μεζεδάκια και θα πίνετε και το χάπι σας.
Τελικά σκέφτηκε η Λενιώ ήταν το πιο γλυκό κορίτσι που είχε συναντήσει μετά τη.. Μαίρη.. τόση ήταν κι εκείνη όταν την γνώρισε!
Κύλησαν δύο μέρες με τη ευχάριστη συντροφιά  της και την ..οδήγηση της,  παρέα με το χάρτη σε όλα τα γύρω μέρη. Όσες αντιρρήσεις και να της έφερνε η Λενιώ εκείνη κατάφερνε με χαμόγελο να τις ξεπερνάει, μέχρι το ιατρικό κέντρο την πήγε για έλεγχο. Η Χαρά επικοινωνούσε μαζί τους κάθε μέρα και άλλες τόσες με τη Στεφανία όπως κατάλαβε. Την τελευταία μέρα την πήγε ακόμα μια φορά στο τάφο του ζεύγους και η Λενιώ είδε με έκπληξη το καντήλι αναμμένο και το ξύλινο περβάζι ολοκαίνουργιο.
-Μη μου στεναχωριέστε πια κυρία Λενιώ, όλα τα τακτοποίησα με κάποιο από εδώ το χωριό. Η κυρία Χαρά μου έδωσε το ελεύθερο να το κάνω , από εδώ και πέρα τουλάχιστον για 2 χρόνια που πλήρωσα το καντήλι και ο τάφος θα είναι όπως ακριβώς τώρα.
Το απόγευμα πετούσαν για Αθήνα και εκεί τους περίμενε η Χαρά με μία αγκαλιά ορθάνοιχτη και τόσο σφιχτή που δεν μπορούσε η  Λενιώ να αναπνεύσει. Σε όλη τη διαδρομή τους έκανε αμέτρητες ερωτήσεις και ευτυχώς για τη Λενιώ υπήρχε η Στεφανία πάντα πρόθυμη να απαντήσει.
 Η κοπέλα  εγκαταστάθηκα στο διπλανό της δωμάτιο και οι ημέρες της ηλικιωμένης πια γυναίκας έγιναν διαφορετικές αφού δεν την άφηνε στιγμή μόνη.
Η Χαρά είχε ανεβάσει τη δουλειά σε μία κερδοφόρα επιχείρηση, το όνομα των σκευασμάτων τους έγινε γνωστό και τα οικονομικά τους έγιναν πλέον άνετα  που την επέτρεπαν να έχει βοήθεια στο σπίτι και στη δουλειά της. Είχε προσλάβει κάποια άτομα στη συσκευασία και τη γραμματεία και εκείνη ανέλαβε το τομέα της σύνθεσης και  ελέγχου . Ξαφνικά κάποια μέρα ήρθε ένα μέιλ στον υπολογιστή της που της άνοιξε άλλους ορίζοντες και άλλες απροσδόκητες φάσεις στη ζωή της. Η μοίρα είναι λένε είναι  ένα μονοπάτι που δεν μπορείς να ξεφύγεις, όσα μικρά δρομάκια και να πάρεις για να βγεις από αυτή πάλι σε γυρνούν πίσω στο δρόμο που χαράχτηκε για σένα.
Κρατώντας το τυπωμένο μήνυμα στο χέρι της το βραδάκι γυρίζοντας από τη δουλειά όρμησε στο δωμάτιο της Λενιώς  γεμάτη ενθουσιασμό σχεδόν παιδιάστικο.
-Μανούλα μου το φαντάζεσαι; Μία τεράστια δύναμη στο κόσμο των καλλυντικό ενδιαφέρθηκε για μας, για τα δικά μας προσόντα. Μου ζητούν να πάω στο πρόεδρο της εταιρία  για να συζητήσουμε :
« Πιθανές συνθήκες συνεργασίας που σας φελούν..» γράφει!!!!!
-Ότι είναι για καλό σου κορίτσι μου απλά να προσέχεις, είσαι νέα, άξια, έξυπνη μα και είσαι και τόσο καλή που δεν βλέπεις τις προθέσεις των άλλων.
-Κοίτα ποια μιλάει τώρα.., απάντησε γελώντας η Χαρά, μη στεναχωριέσαι δεν είμαι τόσο αφελής πια στις δουλειές, τόσο καιρό παλεύω με επιχειρηματίες που όταν με πλησιάζουν ελπίζουν ότι θα με πιάσουν κορόιδο!
-Μακάρι παιδί μου, μακάρι..
………………………………………………………………………………….....
Η Χαρά είχε πράγματι μπει το τελευταίο καιρό στο πνεύμα των επιχειρήσεων. Πάλεψε αυτό το χρόνο να φτιάξει  αυτή τη μικρή βιοτεχνία και απέκτησε έτσι με παθήματα και ..μαθήματα  μία θωράκιση στον εαυτό της απέναντι σε όλα. Οι βάσεις που της έδωσε η Λενιώ μπήκαν θεμέλιο στη ψυχή της μα όλα τα άλλα τα πέτυχε με σκληρή δουλειά και όνειρα που την πλημμύριζαν και την έκαμναν να βλέπει μπροστά και μόνο μπροστά. Ναι.. το παραδεχόταν , ήταν γεμάτη φιλοδοξίες και όνειρα   και συγχρόνως στα 24 της χρόνια ήταν περήφανη για όσα κατάφερε. Βέβαια ήταν ευγνώμων στη Λενιώ, στη μάνα Λενιώ , καμία αποκάλυψη δεν θα μπορούσε να αλλάξει αυτό που ένοιωθε για εκείνη. Την θυμάται πάντα γλυκιά και σταθερή δίπλα της , να ξαγρυπνάει, να μοχθεί για το καλό της.  Η αποκάλυψη της Μαίρης ότι η πραγματική μητέρα της την εγκατέλειψε χωρίς καν να θελήσει να την κρατήσει έστω και μία μοναδική φορά στην αγκαλιά της την έκανε να βάλει ταφόπετρα  σ’ αυτό το θέμα. Ίσως ζούσε κάπου ανέμελα τη ζωή της , ίσως εκείνη τη μέρα που την εγκατέλειψε δεν υπήρχε καν στη μνήμη της. Της ήταν αδιάφορο και κράτησε μέσα της μόνο την απέραντη αγάπη σε αυτήν που πήρε τη θέση της αγόγγυστα αλλάζοντας τη δική της ζωή . Η Λενιώ ήταν η μάνα της.. τελεία και παύλα!
 Ο έρωτας δεν είχε έρθει ακόμα μέσα της, συντρόφους απέκτησε.. έρωτα όμως.. αυτό που σε κάνει να έχεις πάντα τη σκέψη κάποιου  στο μυαλό σου.. όχι.. δεν είχε έρθει ακόμη. Τα βράδια όταν γύριζε σπίτι και ξάπλωνε στο κρεβάτι της σκεφτόταν ότι θα ήθελε μία αγκαλιά να βυθιστεί μέσα της όχι για να της κάνει έρωτα αλλά για να εναποθέσει επάνω της  όλα όσα ήθελε να πει . Τον έρωτα τον φανταζόταν σαν κάτι μαγικό, μοναδικό , κάτι που θα κάλυπτε το κάθε κενό που ένιωθε ότι είχε ση ζωή της. Δεν του έδινε χρώμα και μορφή , του έδινε μόνο δυνάμεις παραμυθένιες, ο λευκός της πρίγκιπας, ο Τριστάνδος  , ο Ρωμαίος της. Κατέληγε να γελάει με τις σκέψεις της και στο τέλος έλεγε στον εαυτό της:
- Χαρά σε βλέπω στο ράφι, με τις κρέμες και τα ματζούνια σου!. Η Λενιώ δεν μπορούσε να καλύψει το κενό αυτό που είχα, ήταν μεγάλη πια και ίσως  δεν θα τα καταλάβαινε τις σκέψεις της άλλωστε δεν θα ήθελε για τίποτε στο κόσμο να την προβληματίσει.


Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

35 συνεχεία


Η Χαρά τελείωσε τη σχολή της με άριστα, όλο εκείνο το διάστημα μελετούσε και πειραματιζόταν συγχρόνως στις κρέμες που δούλευε  η Λενιώ. Συμπλήρωσε τα όσα έγραφαν οι «συνταγές της» με τις δικές της σύγχρονες επιστημονικές γνώσεις . Κατάλαβε ότι αυτή η δουλειά ήταν θαρρείς μέσα στο αίμα της, την αγάπησε,  την πάθιασε . Έπεσε λοιπόν με όλη τη νεανική δημιουργική της διάθεση να κάνει τη μικρή οικοτεχνική δουλίτσα της μάνας της το όνειρο το δικό της για κάτι μεγάλο. Η Χαρά είχε ότι έλειπε από τη Λενιώ, το πείσμα και το τόλμημα να παλέψει με ρίσκο για να χτίσει το αύριο .
 Με το δίπλωμα που πήρε έδωσε στη μικρή τους επιχείρηση την ασφάλεια ενός επίσημου εργαστηρίου καλλυντικών. Η Λενιώ μεγάλη πια αφέθηκε με καμάρι στους ώμους της . Ο θάνατος της Μαίρης ακόμα την πονούσε, της έλειπε ιδιαίτερα τις ώρες της μοναξιάς της. Καμία γνωριμία από τη δουλειά της δεν μπόρεσε να γίνει η φίλη που της έλειπε. Άρχισε να τραβιέται πια από τη δουλειά της, οι επισκέψεις της στην εκκλησία έγιναν περισσότερες , η προσευχή της για τη Χαρά της μόνο και το μόνο που ήθελε πια ήταν να την δει με κάποιον νέο δίπλα της , ένα σύντροφο που θα της άξιζε κα θα της γέμιζε τη ζωή.
 Η Χαρά της γνώρισε κάποια στιγμή ένα νεαρό που φαινόταν ότι ήταν πραγματικά πολύ ερωτευμένος μαζί της μα η δική της ματιά δεν είχε το φως του έρωτα που έπρεπε . Πάντα διακριτική η Λενιώ απλά την συμβούλευε δειλά να προσέχει και έπαιρνε από τη κόρη της μία σφιχτή αγκαλιά και το ανοιχτόκαρδο γέλιο της που αντηχούσε δυνατά στο δωμάτιο.
 Λίγο καιρό μετά τη θέση του την πήρε ένας νεαρός πελάτης τους, τότε πια η Λενιώ ήταν σίγουρη ότι είχε βρει το κατάλληλο για γαμπρό της. Έβγαιναν μαζί σε διάφορες εκδηλώσεις, για φαγητό , για χορό, την συνόδευε σε σεμινάρια στο εξωτερικό. Αυτό ήταν σκέφτηκε η Λενιώ, θα την καταφέρει να σκεφτεί κάτι το ..μόνιμο. Γρήγορα η Χαρά τον απομάκρυνε με λεπτό τρόπο λέγοντας του ότι δεν ήταν έτοιμη ακόμη για οικογένεια και η ελπίδες της Λενιώς έσβησαν .
Τα βράδια προσευχόταν να βρει το κορίτσι της εκείνον τον έναν  που θα την έκανε να λάμπει , να ξεχειλίζει από ευτυχία , να τον έχει στήριγμα στη ζωή της όταν εκείνη θα έφευγε. Η Λενιώ  κόντευε τα 80 , αν και η εμφάνιση της ξεγελούσε μέσα της αισθανόταν κάτι σαν προμήνυμα ότι έφθανε η ώρα που η Χαρά της θα έπρεπε να σταθεί μόνη της .
Ένα βράδυ ξύπνησε ιδρωμένη και με έντονο πόνο στο στέρνο της. Το όνειρο της βραδιάς της έδωσε το σπρώξιμο που ήθελε για κάτι που σχεδίαζε καιρό μα δεν τολμούσε να πει στη κόρη της. Ήτανε λέει καθισμένη στην αυλή του σπιτιού της στη Κρήτη, εκεί που αποχαιρέτησε τον παππά Μανώλη και την μάνα Ιουλία. Τους ένοιωσε δίπλα της , γύρισε το βλέμμα της και τους είδε εκεί..στη πόρτα τη ξύλινη δίπλα στο αγιόκλημα που την αγκάλιαζε. Όρθιος ο ψηλός κρητικός με μπλε σκούρο ξεθωριασμένο ράσο που φορούσε μέσα στο σπίτι αγκάλιαζε από τους ώμους τη παπαδιά του και της χαμογελούσαν και οι δύο. Έκανε να σηκωθεί μα τα πόδια της θαρρείς δεν ξεκολλούσαν από το χώμα. Τους άπλωσε το χέρι..
- Μάνα..πατέρα μου..ψιθύρισε..μα τους είδε να χάνονται μέσα στο φως που υπήρχε πίσω τους και μόνο το χαμόγελο της κυρία Ιουλίας της μηνούσε ότι θα τους έβλεπε πάλι.
Το πρωί λίγο πριν φύγει η Χαρά για τη δουλειά της μίλησε:
-Χαρά μου είναι καιρός που θέλω να σου πω , να σου ζητήσω κάτι.
Η κοπέλα σταμάτησε την αγκάλιασε και την ρώτησε περιπαικτικά:
-Λέγε μάνα τι τρελλίτσες θέλεις να κάνεις και δεν το τολμάς.
-Θέλω να πάω στη Κρήτη, να προσκυνήσω το τάφο των γονιών που με αγκάλιασαν, που μου στάθηκαν σαν να ήμουν δικό τους αίμα.
-Τι λες μανούλα μου ; Είναι μεγάλο ταξίδι κι εσύ είσαι λίγο..μεγαλούτσικη για τέτοια . Ξέρω ότι έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά και σε εγκατέλειψα λιγάκι μα..θα βρω χρόνο, ίσως ένα ΣΚ να πάρουμε το αεροπλάνο να πάμε μαζί να δω κι εγώ όσα μου διηγήθηκες.
-Παιδί μου το θέλω πολύ, σε παρακαλώ..μπορώ .. το έχω πίστεψε με  ανάγκη..πρέπει να πάω.
Η επιμονή της και το πείσμα που ίσως για πρώτη φορά είδε στα μάτια της λύγισαν την αντίσταση της  Χαράς. Προβληματισμένη βέβαια της ζήτησε να οργανώσει εκείνη το ταξίδι αυτό.
-Θα πας όμως αεροπορικώς και θα σε περιμένει εκεί αυτοκίνητο νοικιασμένο με οδηγό να σε συνοδεύει. Τώρα που το σκέπτομαι ξέρω ένα γραφείο που διαθέτει συνοδεία για παιδιά και..μεγάλα παιδιά σαν κι εσένα. Μόνο έτσι..αλλιώς ..σπίτι κυρία μου!!!!!
Χαμογέλασε η Λενιώ και ένοιωσε μία χαρά μέσα της που είχε χρόνια να αισθανθεί.
-Εντάξει παιδί μου , σ’ ευχαριστώ που με προσέχεις..
-Εγώ σ’ ευχαριστώ ..μάνα.. για όλα..για πολλά , σ’ αγαπώ να το ξέρεις ,σ’ αγαπώ όσο δεν φαντάζεσαι.
Δάκρυσε η Λενιώ μα έπνιξε το λυγμό της μέσα της μαζί με το μυστικό της που τώρα τελευταία γέμιζε τις σκέψεις της και την ανάγκη κάποια στιγμή να απαλλαγεί από το βάρος του.
Ήταν λίγες ώρες πριν φύγει για τη Κρήτη, η Χαρά της είχε βρει μία συνοδό που την συμπάθησε από τη πρώτη στιγμή που την είδε. Έφερε τα μικρή βαλίτσα της στη πόρτα και ένα δικό της σακ βουαγιάζ και της είπε με ευγενικό τρόπο:
-Κυρία Λενιώ θα σας περιμένω στο αυτοκίνητο κάτω , σε μία ώρα πρέπει να ήμαστε στο αεροδρόμιο.
Η Χαρά την αγκάλιασε σφικτά, τόσο  σφιχτά που της έκοψε την ανάσα.
-Γιατί δεν θέλεις μαμά να έρθω μαζί σου στο αεροδρόμιο, της είπε με παράπονο.
-Όχι παιδί μου, δεν μου αρέσουν αυτά, με μελαγχολούν . ‘Άλλωστε είναι πέντε μόνο , ούτε θα το καταλάβεις με τις δουλειές που έχεις. Αν ζούσε η Μαίρη θα πήγαινα μαζί της για διακοπές εκεί, δύο γριές μαζί !!!
-Εσύ γριά; Όχι μανούλα μου εσύ είσαι πάντα για μένα κοριτσάκι, απλά θα μου λείψεις, ειλικρινά σου λέω, θα μου λείψεις.
-Πριν φύγω θέλω να σου δώσω κάτι..σε λίγες μέρες είναι τα γενέθλια σου και θέλω να το φοράς εκείνη τη μέρα.
-Μα τι λες , τα γενέθλια μου είναι σε 15 μέρες, θα είσαι εδώ.. τι μου λες τώρα, θα μου το δώσεις το δωράκι τότε.
Η Λενιώ έβγαλε από τη τσάντα της το βελούδινο σακουλάκι που είχε ράψει μόνη της ..τότε...πριν 24 χρόνια …τα βράδια που τραγουδούσε νανουρίσματα το μικρό άγγελο της. Έλυσε το κορδελάκι του και έβγαλε από μέσα το υπέροχο βραχιόλι που άπειρες φορές είχε παίξει στα δάχτυλα της λες και ζητούσε να της διηγηθεί ιστορίες.
 Ο χρυσός δράκος λεπτός , σκαλισμένος περίτεχνα, πλεγμένος με λευκόχρυσο και με στολίδι διαμαντένια μάτια αγκαλιασμένα από όνυχα. Γλίστρησε στο λεπτό χέρι της Χαράς λες και βρήκε το νόμιμο κάτοχο του , κλείδωσε και σαν ζωντανό πλάσμα αγκάλιασε μαγικά το καρπό της.
 Η Χαρά άφωνη θαύμασε το πανέμορφο κόσμημα και μέσα της ένοιωσε κάτι σαν να της σημάδευε τη καρδιά και τη μελλοντική ζωή της. Το χάιδεψε και αισθάνθηκε λες και της μιλούσε και της ορκιζόταν δύναμη και …κάτι άγνωστο… κάτι που την φόβιζε και συγχρόνως την έλκυε μαγικά.
-Μανούλα μου, αυτό είναι πανάκριβο, το βλέπω, το νοιώθω, είναι παλιό όμως..δικό σου; Το αγόρασες;
-Τι χρειάζονται οι ερωτήσεις γλυκιά μου, είναι δικό σου, πραγματικά δικό σου .Άσε με να φύγω τώρα και όταν με το καλό γυρίσω θα γιορτάσουμε μαζί και θα πούμε πολλά ..θα ανοίξουμε τις ψυχές μας..
Έφυγε από την αγκαλιά της , άπλωσε το χέρι και της έσιαξε το τσουλούφι που από μικρή όπως θυμόταν έπεφτε στο μέτωπο της. Την τράβηξε απαλά να χαμηλώσει και την φίλησε στο μέτωπο τρυφερά.
-Να έχεις την ευχή μου παιδί μου, σε ότι κάνεις , σε ότι προσπαθείς να νικήσεις και  να ξεπεράσεις. Φοβάμαι για σένα παιδί μου, σε έκανα δυνατή μα σε έκανα και ευαίσθητη… λάθος για τη ζωή αυτό όπως μου έλεγε η Μαίρη τότε.
Έκλεισε η πόρτα πίσω της παίρνοντας τη γλυκιά μορφή μαζί της ενώ από την άλλη πλευρά της πόρτας η Χαρά ένοιωσε για πρώτη φορά μετά από χρόνια  λες και έφευγε το πάτωμα από τα πόδα της. Κάτι την έσπρωχνε να κατέβει τα σκαλιά και να φέρει πίσω τη Λενιώ μα η λογική την κρατούσε ακίνητη ψιθυρίζοντας της ότι οι 5 μέρες περνούν γρήγορα.
Η Λενιώ ανακουφισμένη από τις αποφάσεις που είχε πάρει μπήκε στο ταξί με τη βοήθεια της Στεφανίας, έτσι έλεγαν το γλυκό κορίτσι που θα την συνόδευε. Η Χαρά μάλιστα της «πέταξε» δειλά ότι αν της άρεζε η παρέα της θα ήταν μόνιμα πια κοντά τους να της κάνει παρέα όσο αυτή χάνονταν στο εργαστήρι καλλυντικών της.
Στο αεροπλάνο απόλαυσε με χαρά το σύντομο ταξίδι της και σχεδόν απορροφήθηκε από όσα φλυαρούσε δίπλα της η Στεφανία.  Όταν έφθασαν τους περίμενε αυτοκίνητο νοικιασμένο και με έκπληξη είδε ότι θα το οδηγούσε εκείνη . Κάθισε στο διπλανό κάθισμα, την άφησε να της περάσει τη ζώνη και μισογέλασε βλέποντας την να ανοίγει το χάρτη για να δει τη διαδρομή .
-Έτοιμες κυρία Λενιώ μου, ξεκινάμε , ας κάνουμε το σταυρό μας!
 Η Λενιώ ευτυχισμένη σχεδόν θα δήλωνε απόλαυσε από εκείνη τη στιγμή τη διαδρομή όπως τότε..τότε που ήρθε με το δίπλωμα στο χέρι να γνωρίσει το σπίτι του παπά Μανώλη και της μάνας Ιουλίας.
Έφθασαν αργά το απογευματάκι, ημέρα ακόμη με τον ήλιο να λάμπει δυνατά και τη μυρωδιά της ρίγανης και του δίκταμου στη μύτη τους .Ο δικηγόρος της είχε εδώ και λίγα χρόνια στείλει το κλειδί του σπιτιού.  Η γειτόνισσα που το φρόντιζε είχε πεθάνει και η οικογένεια του παπά που το νοίκιαζε τον είχε ακολουθήσει σε άλλο νησί.
Μέτρησε τα χρόνια μέσα της , σχεδόν 50 χρόνια ..ίσως και περισσότερο δεν θυμόταν πια. Ήρθε όταν έθαψε τους αγαπημένους της θετούς γονείς..σαν χθες της φαινόταν όμως! Σαν χθες ήταν που έχασε το μωρό..Σαν χθες που τα μάζεψε και έφυγε στο χωριό της μάνας της . Σαν χθες που της χτύπησε τη πόρτα η Ελπίδα, που της άφησε  το μωρό στα χέρια της, που ξανάρχισε τη ζωή της στην Αθήνα , που την μεγάλωσε, που την φίλησε στο δίπλωμα της!
Μία ανάσα η ζωή σκέφτηκε, ένα φυλλομέτρημα βιβλίου , εικόνες και αναμνήσεις, δοκιμασίες και κατακτήσεις. Το ποτήρι γεμάτο από το κρασί της, κάθε γουλιά άλλη γεύση και στο τέρμα ..άδειο μα γεμάτη η γεύση στο στόμα μας. 
Άνοιξε τη ξύλινη πόρτα του κήπου, το σπίτι της φάνηκε ακόμα πιο μικρό από τότε που το είδε. Το αγιόκλημα είχε ξεραθεί, οι γλάστρες άδειες, τα περβάζια των παραθύρων γεμάτα φύλλα και σκόνη. Μία αράχνη φάνηκε ενοχλημένη από τον..εισβολέα, μία γατούλα την κοίταξε παραξενεμένη από το τοιχάκι δίπλα.
Η Στεφανία την ξάφνιασε με τη διακριτική στάση της, προχωρούσε πίσω  της σε μία απόσταση κρατώντας τις δύο βαλίτσες χωρίς να την ρωτάει κάτι αφήνοντας την να χαρεί τις στιγμές .  Έβαλε το κλειδί στη πόρτα και το γύρισε με συγκίνηση. Ένοιωσε τη παρουσία των αγαπημένων της μορφών, η σκόνη και οι αράχνες δεν σκίαζαν τη συγκίνηση της. Προχώρησε κάποια βήματα και ξανάζησε αναμνήσεις από το άλλο σπίτι στο χωριό, τότε που ξεκινούσε τη ζωή της από την αρχή κάνοντας μία άλλη..αρχή. Μόνο που τότε είχε την ηλικία της κόρης της ενώ τώρα βάδιζε στο γέρμα της ζωής της.
-Μην ανησυχείτε κυρία Λενιώ , ακούστηκε η Στεφανία, θα τα φτιάξω όλα στα γρήγορα, εσείς ξεκουραστείτε, καθίστε αν θέλετε στο αυτοκίνητο μέχρι να καθαρίσω μία γωνιά για το βράδυ. Το σπίτι είναι εντάξει απλά ήταν κλειστό και έχει αράχνες.
Πράγματι το σπίτι ήταν βέβαια παλιό και σκονισμένο όμως όλα ήταν σκεπασμένα με σεντόνια και στη θέση τους. Η Λενιώ δεν είχε δύναμη να αντισταθεί, δέχθηκε με ανακούφιση τη δυναμική παρουσία του κοριτσιού και σκέφτηκε ότι κάποτε στο χωριό της εκείνη είχε αντιμετωπίσει ένα χαλασμένο, διαλυμένο  σπίτι με μία αποφασιστική τέτοια διάθεση.
Βγήκε και κάθισε στο πέτρινο κάθισμα δίπλα στη πόρτα, ο ήλιος έδυε σε λίγο και ο ουρανός έπαιρνε τα χρώματα του σε κοκκινόχρυσες αποχρώσεις. Από μέσα ακουγόντουσαν οι θόρυβοι που έκαμνε η Στεφανία και χαμογέλασε καθώς την ήρθε το άκουσμα ενός τραγουδιού από τα χείλη της. Αυτό το κορίτσι της θύμιζε τον εαυτό της, νέα, την συμπάθησε αμέσως και..ναι..θα έλεγε στη Χαρά ότι θα την ήθελε δίπλα της παρέα και βοήθεια.
Ο ήλιος χαμήλωσε στη θάλασσα που φαινόταν τόσο μακρινή από εδώ επάνω, αυτό το νησί το αγάπησε από τις διηγήσεις του παπά Μανώλη. Το έκανε δικό της από τα όσα της διηγιόταν η μαμά Ιουλία , από όσα ανακάλυψε η ίδια στη γη και τον αέρα του όταν το γνώρισε από κοντά. Στη μύτη της η μυρωδιά από τα ξεροτήγανα, στο στόμα της το μελωμένο ανθότυρο και η τσικουδιά που την κερνούσαν τότε την έκαιγε το λαιμό και της ζάλιζε τις αντιστάσεις.
 Της φάνηκε ότι είδε το ζευγάρι να κάθεται όρθιο δίπλα στην άκρη του τοίχου που χώριζε το κήπο από το δρομάκι. Λες και η κυρία Ιουλία κρατούσε στο πιάτο τα καθαρισμένα φραγκόσυκα που της έκοβε από το φράκτη, ενώ ο παπά Μανώλης έκοβε το ζυμωτό ψωμί με το σουγιαδακι που είχε πάντα στη τσέπη της.
-Πάντα θα σας ευγνωμονώ ψιθύρισε δακρυσμένη..γέρασα μα ποτέ δεν ξέχασα τι σας όφειλα, μου αλλάξατε τη ζωή μου όλη.
Η δυνατή πρόσχαρη φωνή της Στεφανίας τη συνέφερε:
-Έτοιμο το δωμάτιο κυρία Λενιώ , ελάτε να ξεκουραστείτε κι εγώ θα φτιάξω με όσα αγόρασα πριν ξεκινήσουμε κάτι πρόχειρο και δυστυχώς κρύο να τσιμπήσουμε .Έχετε και τα φάρμακα σας να πάρετε.
Της έγνευσε η Λενιώ με ευγνωμοσύνη και την ακολούθησε μέσα στο σπίτι. Είδε με θαυμασμό όσα έκανε τόσο γρήγορα και ..ναι..αυτό το κορίτσι της έμοιαζε ..Πιάσανε τη συζήτηση όσο τρώγανε την όμορφη σαλάτα, το τυρί και τα κρητικά παξιμάδια μέσα της. Θα είχε πολλά να πει μαζί της σίγουρα σκέφτηκε και η γαλήνη του αύριο βασίλεψε μέσα της όπως ο ήλιος.
Ο ύπνος την πήρε στην αγκαλιά της ενώ το φως του φεγγαριού την οδηγούσε σε άλλα μονοπάτια ονειρικά .Εκεί στη γωνιά του δωματίου ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο την κοίταζε με αγάπη και χαμόγελο , ένα χέρι την ευλόγησε και μία ανάσα θεϊκή την προστάτεψε σαν αγκαλιά γύρω της.