Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

23η συνέχεια

Η επόμενη εβδομάδα κύλησε μέσα σε μια κατάσταση εφορίας εντελώς αντίθετα με το χτύπημα που είχα δεχθεί. Ξυπνούσα το πρωί και έβγαζα από το μυαλό μου κάθε άσχημο προμήνυμα, όλα τα έβλεπα φωτεινά και εύκολα, τα εμπόδια μικρές αναβολές και το μέλλον μου ελπιδοφόρο.
Άρχισα να κάνω μία έρευνα αγοράς επάνω σε ιδιωτικές σχολές, όμως οι τιμές ήταν απαγορευτικές για μένα. Πήγα με το Πάνο στη τράπεζα όπου υπήρχε σαν καταπίστευμα το ποσό της ασφάλειας των γονιών μου όμως απογοητεύτηκα, έπρεπε να γίνω 21 έτους για να έχω πρόσβαση σε αυτό. Ίσως ένα δάνειο της τράπεζας είπε ο διευθυντής ..όμως χρειαζόταν εγγυητής κάποιος με περιουσία και εννοούσε βέβαια το θείο μου που όπως κατάλαβα ήταν γνωστοί. 
Φύγαμε από εκεί απογοητευμένοι όμως όλα πάλι έλαμψαν για μας εκεί..στο πάρκο , στο παγκάκι με σπόρους για τα περιστέρια και ένα σάντουιτς στο χέρι για μας. Η ζωή είναι τόσο ξεκάθαρη και ωραία όταν την βλέπεις με τα μάτια των 18 χρόνων και την αύρα του έρωτα!
-Θα ψάξω για δουλειά, του είπα ενθουσιασμένη κι εκείνος γέλασε.
-Και τι δουλειά λες να βρεις και που θα την βρεις μπορείς να μου εξηγήσεις;
-Θα ψάξω στην εφημερίδα, κάπου θα βρω κάτι, σκέπτομαι να ρωτήσω και στη καφετέρια της γειτονιάς .Βλέπω νεαρά κορίτσια που σερβίρουν, πανεύκολο !
Μου ανακάτεψε τα μαλλιά και γέλασε πάλι με τη ψυχή του, του έριξα τα σπόρια στο κεφάλι και τα περιστέρια πέταξαν τριγύρω και επάνω του τσιμπολογώντας τον. Ναι η ζωή είναι τελικά όμορφη και εύκολη αν το θέλεις, ήμουν ευτυχισμένη.
……………………………………………………………………………………………………
Η Κατερίνα δεν ήταν τόσο χαζή και ευκολόπιστη όπως την φανταζόταν ο Αντώνης. Οι περιπέτειες του άνδρα της σε όλη τους τη συζυγική ζωή δεν είχαν περάσει απαρατήρητες όμως την βόλευε η προσπάθεια του να τις καλύψει για την  αψεγάδιαστη εικόνα τους στη κοινωνική τους ζωή. Τον είχε ερωτευτεί τον Αντώνη και ήταν σίγουρη ότι κι αυτός δεν μπορεί..κάτι θα ένοιωθε τότε γι’ αυτήν. Όμως τα χρόνια και η ανάγκη του να δείξει ότι ήταν ισχυρός από μόνος του τους απομάκρυναν τόσο που ούτε το παιδί τους δεν μπόρεσε να καλύψει το κενό. 
Για ένα ανεξήγητο λόγο όταν έκανε την αυτοκριτική της δεν ένοιωθε πληγωμένη με τη συμπεριφορά του, είχε ένα σωρό λόγους να γεμίσει τις ώρες της με πράγματα που την ικανοποιούσαν και της έδιναν χαρά και ζωή. Είχε έναν όμορφο άνδρα να επιδεικνύει που στις φίλες της μπροστά έδειχνε ερωτευμένος και άψογος. Είχε  χρήματα να ξοδεύει χωρίς κανένα έλεγχο και μία εμφάνιση που τη φρόντιζε με κάθε μέσο. Όχι, δεν φοβόταν να χάσει τον Αντώνη , χαζός δεν ήταν ποτέ ώστε να κάνει δεσμό πάνω από λίγες μέρες. Μία φορά αντιμετώπισε ένα πρόβλημα και το «έλυσε» ο ίδιος προτού προλάβει εκείνη να ανακατευτεί. Την ικανοποίησε και την διασκέδασε μπορούσε να πει ο σκληρός τρόπος που διευθέτησε ο άνδρας τότε τον εκβιασμό εκείνης της ανόητης μικρής .Έτσι  έκανε ότι δεν κατάλαβε οτιδήποτε από εκείνο το μπλέξιμο και χάρηκε μαζί του ένα ταξίδι διακοπών στο εξωτερικό. 
Τώρα όμως η γυναικεία της διαίσθηση της χτυπούσε το καμπανάκι του κινδύνου πιο δυνατά από ποτέ. Όταν η μικρή Ελπίδα ήρθε στο σπίτι τους ήταν γι’ αυτή κάτι που δεν μπορούσε να αποφύγει. Ποτέ δεν είχε σύνδεσμο με τον αδελφό της και η αλήθεια είναι ότι την βόλεψε ο πόλεμος του με τους γονείς τους όταν τους είπε για τη γυναίκα που ήθελε να παντρευτεί. Μάλιστα υποδαύλιζε τις διαφορές τους και ένοιωσε ευτυχία όταν κατάφερε να τον αποκληρώσουν και να γίνει εκείνη η μοναδική τους κληρονόμος. Ανέλαβε  τη μικρή ίσως από μία υποσυνείδητη αποκατάσταση ενοχής της και ίσως πάλι γιατί η κοινωνική λειτουργός που την είχε αναλάβει την είχε πιέσει περισσότερο από όσο μπορούσε να αντέξει. Είχε βρει το "κουμπί" της από τη πρώτη στιγμή, της τόνιζε επανειλημμένα το πόσο κακό αντίκτυπο θα είχε αυτή η άρνηση να την αναλάβει στο φιλικό της περιβάλλον " αν μαθευόταν". Αυτό το "αν" της φάνταζε σαν μικρός αόριστος εκβιασμός και έτσι δέχθηκε να την πάρουν μαζί τους στο σπίτι, στη ζωή τους όσο και αν την ενοχλούσε. Αυτό το κορίτσι είχε το βλέμμα του αδελφού της όταν την πρωτοκοίταξε .... 
Ποτέ δεν σκέφτηκε ότι θα ερχόταν η στιγμή που το κοριτσάκι θα γινόταν..γυναίκα και το βλέμμα του άνδρα της θα ήταν όπως το αντίκρισε πλαγίως κι ας μη το έδειξε  ,να κοιτάζει την Ελπίδα με άλλο μάτι στη κορυφή της σκάλας  .
Κανείς δεν κατάλαβε την αλλαγή μέσα της, την επιφυλακή της σε κάθε τους βήμα. Δεν έριξε το βάρος στη μικρή γιατί ήξερε ότι ο άνδρας της ήταν μαέστρος σε τέτοια μόνο της φόρτωσε την ενοχή της νιότης και της αθωότητας που εκείνη είχε χάσει από καιρό ανεπίστρεπτα.
Μετρούσε τις εβδομάδες μέχρι τα 18 χρόνια της ανεψιάς της και συγχρόνως παρακολουθούσε χωρίς να το δείχνει τις κινήσεις του Αντώνη σχεδιάζοντας και οργανώνοντας τις μελλοντικές δικές της. Έδιωξε τους ενοικιαστές από το σπίτι της μικρής αποζημιώνοντας τους κι όλας και φρόντισε τις επισκευές του. Όλα θα ήταν έτοιμα και ο Αντώνης δεν θα τολμούσε να βγάλει άχνα γιατί τότε θα την έβλεπε όπως δεν την είχε δει ποτέ.  Αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά, αυτή τη φορά ένοιωσε το κίνδυνο στο πετσί της και η Ελπίδα έγινε ο «εχθρός» που έπρεπε να εξουδετερώσει με κάθε μέσο. Μόνη της , χωρίς τη σκιά του δίπλα της σίγουρα θα γνώριζε κάποιο νεαρό παιδί που θα της έδινε όσα μπορεί να δώσει κάποιος της ηλικίας της.
……………………………………………………………………………………………….
Ο Αντώνης με δυσκολία κρατήθηκε μακριά από την Ελπίδα τρίζοντας τα δόντια από τη προσπάθεια του αυτή και τη φαντασία του που οργίαζε σε εικόνες ερωτικές με τα δύο νέα κορμιά της Ελπίδας και του Πάνου. Τι ήταν αυτό που τον κυρίευε; Δεν ήταν απλή αρρωστημένη συνήθεια να αποκτάει ότι έβαζε στο μάτι, ήταν μία ανεξέλεγκτη ερωτική έλξη στο παιδί που έγινε γυναίκα λες σε μία στιγμή , στο αθώο αυτό βλέμμα που τον κοιτούσε με θαυμασμό  σε κάθε του λέξη. Άρχισε να μην τον ικανοποιεί ούτε ο πανάκριβος αγορασμένος έρωτας και η φτιαχτή λατρεμένη έκφραση των τέλειων κοριτσίστικων προσώπων που φιλούσε. Έφευγε από τη γκαρσονιέρα και ήταν λες και διψούσε περισσότερο από ποτέ για μία εικόνα της Ελπίδας να χοροπηδάει στο σαλόνι όταν της έδινε το παραμικρό φθηνό αστείο δωράκι.
 Τέτοια είχε γίνει η εμμονή του ώστε έβαλε δικό του άνθρωπο ειδικό σε τέτοιες δουλειές να παρακολουθεί τις κινήσεις της και γινόταν θηρίο όταν έβλεπε τα σαλιαρίσματα των δύο παιδιών  στο πάρκο σε συναντήσεις ρομαντικές και παιδαριώδεις γι’ αυτόν που τον ανακάτευαν..
Εκείνο το βράδυ σκέφτηκε ότι η απραγία του αυτή ήταν βήματα πίσω και ότι έχανε εντελώς έδαφος και κάθε ελπίδα να..Μα τι ήλπιζε;..Τι νόμιζε ότι ήθελε από το κορίτσι αυτό ; Πως μπορούσε να γλυτώσει από την εμμονή που είχε μαζί της. Ήταν πείσμα;..ήταν αρρώστια;..Ήταν έρωτας για κάποια που θα ήταν κόρη του; Μία παρτίδα σκάκι που έβλεπε ότι έχανε και που την έπαιζε με αντίπαλο τον υπέρμετρο εγωισμό και την κυριαρχία του σε ότι είχε έβαζε σκοπό ικανοποίησης του. Θα πήγαινε να τη συναντήσει, θα της ζητούσε να μιλήσουν , θα την γοήτευε. Πίστευε ότι ήταν ικανός για πολλά και σίγουρα όσα θα της προσέφερε να φρόντιζε να τα χρειάζεται όσο ποτέ.

Χαμογέλασε ικανοποιημένος και έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά του ξαφνιάζοντας την όμορφη γραμματέα του με τη καλή του διάθεση που τώρα τελευταία ήταν σπάνια. Είχε αρχίσει μία αντίστροφη μέτρηση από μία κατάσταση χωρίς επιστροφή, μία αλυσιδωτή αντίδραση από αλλεπάλληλα γεγονότα που θα σφράγιζαν ζωές στο παρόν  και στο μέλλον.

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

21η συνέχεια

Φίλοι μου για κάποιο ανεξήγητο λόγο "εξαφανίστηκε" η 21 η συνέχεια που είχα αντιγράψει.Ευχαριστώ το φίλο ή φίλη που μου το επισήμανε έτσι τη βάζω ξανά.



21η συνέχεια
Από εκείνη τη μέρα όλα θαρρείς μου πήγανε στραβά .Το κυριότερο χτύπημα ήταν η αποτυχία μου στις εξετάσεις. Γύρισα απογοητευμένη και πέφτοντας μπρούμυτα στο κρεβάτι έκλαψα με τη ψυχή μου ..η πρώτη απογοήτευση μετά το θάνατο των γονιών μου.Αισθάνθηκα ξανά μόνη, ευάλωτη, ανίκανη να σταθώ στη νέα μου κατάσταση.Τι θα έκανα; ποιος θα ήταν ο δρόμος που θα χάραζα από εδώ και πέρα; Έπρεπε να βρω κάτι να σπουδάσω, να έχω μία δουλειά.Τα χρήματα από τα ενοίκια δεν νόμιζα ότι θα κρατούσαν πολύ και δεν θα ζητούσα βοήθεια ποτέ από τους θείους μου.Αυτή και μόνο η σκέψη με έκανε να αναπηδήσω και να κοιταχτώ στο καθρέπτη απέναντι από το κρεββάτι μου. Έπρεπε να οργανωθώ και βέβαια να μειώσω τα έξοδα μου όσο μπορούσα, να κάνω οικονομία σε ότι πρώτα ούτε καν σκεπτόμουν. Αυτές κι όλας οι σκέψεις με έκαναν να νιώσω πιο δυνατή ίσως γιατί μου έδιναν ένα σκοπό μπροστά μου.Το κινητό μου χτύπησε και η φωνή του Πάνου με έκανε να ξεσπάσω πάλι σε κλάματα λες και χωνόμουν στην αγκαλιά της μαμάς μου και έλεγα το πόνο μου.
- Μη στεναχωριέσαι Ελπίδα μου, όλα θα πάνε καλά και θα βρουν το δρόμο τους.Το απόγευμα μετά τη σχολή θα το συζητήσουμε να βρούμε μία λύση, θα δεις..όλα θα χαμογελάσουν ξανά ..
Ο καλός μου ο Πάνος. ποτέ δεν θα συγχωρέσω τον Αντώνη και μετά τον εαυτό μου  για το πόνο ψυχής που του προκάλεσε σίγουρα η φυγή μου..η εγκατάλειψη μου..Αν..αν δεν είχαν συμβεί κάποια πράγματα σίγουρα θα ήμουν απόλυτα ευτυχισμένη στην αγκαλιά του. Βέβαια η σχέση μας ήταν κάτι ανάμεσα σε φιλική και ονειρικά ερωτική, τρυφερός δεσμός αμοιβαίας κατανόησης και αόρατος σύνδεσμος ψυχών. Έπιανα τον εαυτό μου να τον σκέπτεται, να αποζητάει ένα φιλί  και ήξερα ότι απλά και μόνο ότι προχωρούσε αργά δεν μας οδήγησε σε κάτι περισσότερο. Εκείνο το απόγευμα όμως όταν τον είδα στη πόρτα μου χώθηκα στην αγκαλιά του κι εκείνος με έσφιξε επάνω του τρυφερά και συγχρόνως δυνατά λες και φοβώταν μη του φύγω.
Ξαπλώσαμε στο μικρό κρεβάτι μου όχι ερωτικά όπως ίσως φαντάζεσαι. Κούρνιασα στην αγκαλιά του κι εκείνος μου χάιδευε τα μαλλιά δίνοντας μου μία γαλήνη και αγάπη που την είχα τόσο ανάγκη..Να..σαν και τώρα κυρία Λενιώ..σαν τη δική σου αγκαλιά..έτσι ένοιωθα, προστασία, ασφάλεια, σιγουριά ότι όλα θα πήγαιναν καλά.
Εκείνη την ώρα του άνοιξα τη καρδιά μου και η ζωή μου όλη μέχρι τώρα, οι σκέψεις και οι αγωνίες μου πέρασαν από τη δική μου ψυχή στη δική του. Όταν τελείωσα και μείναμε ακίνητοι για στιγμές ολόκληρες ,ανασηκώθηκε, με κοίταξε στα μάτια με εκείνο το απέραντα τρυφερό του βλέμμα και..με φίλησε..όπως ακριβώς ονειρευόμουν πάντα το πρώτο μου φιλί..Κάπως έτσι σκέφτηκα είναι η ευτυχία..και ήμουν απέραντα ευτυχισμένη Λενιώ μου..απέραντα σαν το γαλάζιο ουρανό που δεν έχει αρχή και τέλος.
-Σήκω να πάμε μία βόλτα, μου είπε γελώντας, πάμε να περπατήσουμε να κάτσουμε σε ένα παγκάκι στο κήπο, να ταΐσουμε τα περιστέρια και να σκεφτούμε τι θα γίνει τώρα με σένα και τα επόμενα βήματα σου.
Τον ακολούθησα ευτυχισμένη λες και η τρομερή είδηση της αποτυχίας μου δεν υπήρξε ποτέ.Τίποτε άλλο δεν υπήρχε πλέον για μένα παρά μόνο..ο Πάνος.Κατεβήκαμε από τις σκάλες τρέχοντας ποιος θα προλάβει πρώτος τη πόρτα και..ανοίγοντας την έπεσα επάνω στον Αντώνη πρόσωπο με πρόσωπο .Το βλέμμα του στυλώθηκε στο Πάνο που έφθασε συγχρόνως πίσω μου και τα γαλάζια μάτια του που πρώτα θαύμαζα είχαν το χρώμα της φουρτουνιασμένης θάλασσας.Η φωνή του μας τράνταξε..
- Βλέπω ότι η αποτυχία δεν σε άγγιξε καν κορίτσι μου, που να βρεις χρόνο να σκεφτείς ότι πρέπει να γίνεις κάτι στο μέλλον, να σταθείς πλέον στα πόδια σου όπως ήθελες να λες..Κι εγώ ..με τη θεία σου βέβαια σκεφτήκαμε να έρθεις σήμερα σπίτι να σε παρηγορήσουμε και να σκεφτούμε ίσως σπουδές στο εξωτερικό με δικά μας βέβαια έξοδα.
Μιλούσε και το βλέμμα του ήταν καρφωμένο ερευνητικά στο Πάνο πίσω μου λες και προσπαθούσε να μαντέψει τι ακριβώς είχε συμβεί ανάμεσα μας. Βρήκα την αυτοκυριαρχία μου και του απάντησα αμέσως και ήρεμα.
-Ευχαριστώ θείε μου μα θα το λύσω μόνη μου αυτό το ζήτημα , όπως είπε η θεία με τις δικές μου δυνάμεις πρέπει να προχωρήσω πλέον.Άλλωστε δεν έχω σκοπό να φύγω ούτε να πάρω πλέον χρήματα από εσάς.
Γέλασε ειρωνικά και απευθύνθηκε στο Πάνο.
-Εσύ που από ότι έμαθα είσαι φοιτητής και ζεις βέβαια από τις πλάτες των γονιών σου πες της ότι η ζωή δεν είναι όπως τη φανταζόταν μέχρι τώρα όσο ζούσε στην ασφάλεια που της παρείχαμε..
- Μήπως εσείς δεν το ξέρατε αυτό τότε όταν την στέλνατε στα 18 να ζήσει μόνη της εδώ;
Η απάντηση του Πάνου με τόσο σταθερό και κάποια αντίστοιχη ειρωνεία στην έκφραση του τον έκανε έξαλλο , γύρισε σε μένα και με ρώτησε.
- Θα έρθεις τελικά η θα συνεχίσεις να σαλιαρίζεις; Έφυγα από τη δουλειά μου για να δω πως είσαι..
-Πήγαινε θείε, δεν έχω κάτι να μη μπορώ να το αντιμετωπίσω μόνη μου, τουλάχιστον θα προσπαθήσω. Φίλησε μου τη μικρή Έλενα..και τη Σοφία..πες της να μην ανησυχεί για μένα.Αν θυμάμαι καλά και οι γονείς μου διωγμένοι..μια χαρά τα κατάφεραν.
Έφυγε χωρίς  να πει μια λέξη, το αυτοκίνητο του πετάχτηκε στην άσφαλτο νευρικά δεχόμενο όλη την ένταση και την οργή του.
Ο Πάνος δεν είπε τίποτα, απλά, πέρασε το χέρι του επάνω στους ώμους μου και σιωπηλά πήραμε το δρόμο για το παρκάκι που πηγαίναμε συχνά, αμίλητοι, ο καθένας με τις σκέψεις του και ενωμένοι συγχρόνως με αυτές, Τον ευγνωμονούσα γι' αυτό, η ψυχή μου ανάκατη, άνεμο έδερναν τη κάθε πτυχή της κι εκείνος δίπλα μου απάνεμο λιμάνι. Ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του καθώς καθίσαμε στο παγκάκι..πολλές φορές τα λόγια είναι περιττά, μία κίνηση τα λέει όλα.

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

22η συνέχεια


Ο Αντώνης δεν μπορούσε να ησυχάσει και να συγκεντρωθεί στη δουλειά του εκείνες τις μέρες. Μέσα του πάλευαν η οργή του για τη χαμένη μάχη με την Ελπίδα . Με πολλή προσπάθεια η συγκράτηση του να μην εξαφανίσει από προσώπου γης αυτό το πιτσιρικά που έτσι ξαφνικά του άλλαξε όλη τη κατάσταση.
 Δεν έμαθε να χάνει, δεν έμαθε να μην αποκτάει ότι έβαζε στο μάτι και στις επιθυμίες του και η Ελπίδα ήταν κάτι απροσδόκητα επιθυμητό για εκείνον.Μέσα του πάλευε ο εγωισμός του και συγχρόνως η σχεδόν αφανής συνείδηση του να καταφέρει ότι αυτό το καιρό του έδινε σκοπό και φόρτιζε με αδρεναλίνη τις φλέβες του.. 
Η Κατερίνα φταίει, σκέφτηκε, αυτή έτσι ξαφνικά άλλαξε τα σχέδια του και την όλη κατάσταση και του φαινόταν εντελώς παράξενο η απροσδόκητη απόφαση της να απομακρύνει έτσι βιαστικά τη μικρή από το σπίτι τους.
Κοιτούσε από το γραφείο του και το γυάλινο τοίχο μπροστά του τους ανθρώπους που μόλις φαινόντουσαν.Σπάνια νοιαζόταν για κάτι άλλο πέρα από ότι τον αφορούσε. Όλα γύρω του ήταν βάση ενός σχεδίου, η γυναίκα του, η κόρη του , η τέλεια οικογενειακή εικόνα που τις πλαισίωνε..Ένα σπίτι που θα ζήλευαν πολλοί, μία δουλειά που την στύλωσε με όλα τα μέσα θεμιτά και αθέμιτα βασιζόμενος βέβαια στα λεφτά της Κατερίνας στην αρχή. Όλα ..μαζί με το υπέροχα διακοσμημένο γραφείο του και την εντυπωσιακή γραμματέα του στην είσοδο που θα ..γινόταν σίγουρα χαλάκι να την πατήσει αν της το ζητούσε ..όλα μαζί έφτιαχναν το κόσμο που ήθελε για εικόνα και εμφάνιση στον επιχειρηματία που κυριαρχούσε στο χρηματιστήριο.
Μέσα του όμως ένοιωθε ένα κενό, κάτι ανεκπλήρωτο, κάτι που τον ωθούσε συνεχώς να βρίσκει απολαύσεις να το γεμίσει. 
Η Ελπίδα ήταν κάτι που στην αρχή είδε στη ζωή του σαν σκουπιδάκι στο μάτι του, θυμάται ακόμα το καυγά που έκανε με τη Κατερίνα όταν τον πίεσε να την πάρουν στη κηδεμονία τους μετά το θάνατο του αδελφού της. Θα βοηθούσε στην εικόνα τους στη κοινωνία του είχε πει εκείνη και ήταν και  η κοινωνική λειτουργός που της είχε γίνει τσιμπούρι και την κοιτούσε με τόσο επιτιμητική ματιά που της έσπαζε τα νεύρα. Δέχθηκε ο Αντώνης απλά γιατί εκείνο το καιρό ήθελε να τραβήξει τη προσοχή της Κατερίνας από μία περιπέτεια του που φοβώταν ότι θα έβγαινε στην επιφάνεια και έτσι έβαλε τους δικηγόρους του να αναλάβουν τη προσωρινή κηδεμονία ,τη διαχείριση του σπιτιού και της ασφάλειας που θα έπαιρνε η μικρή από το θάνατο των γονιών της. Η Κατερίνα τον διαβεβαίωσε ότι θα φρόντιζε η παρουσία της μικρής να είναι σχεδόν αόρατη στο σπίτι και αυτό ήταν γεγονός όχι γιατί το ήθελε εκείνη αλλά γιατί η μικρή ήταν πάντα ένα κλειστό μελαγχολικό παιδί .
Την θυμάται στο γραφείο της κοινωνικής λειτουργού όταν την πρωτοείδε, ένα αδύνατο μικρο κοριτσάκι με χαμηλωμένα τα μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά δεμένα με μία μαύρη κορδέλα. Θυμάται ότι ψιθύρισε στη Κατερίνα κάποια στιγμή να της την βγάλει γιατί του έφερνε την ανατριχίλα του θανάτου που κουβαλούσε μέσα στη ψυχή της αυτό το κοριτσάκι. Κάτι τον είχε προειδοποιήσει ότι θα ήταν ένας οιωνός άσχημος για το σπίτι τους μα ήταν τόσο βιαστικός να τελειώσουν με αυτή τη μελιστάλαχτη υποχρέωση που δεν της έδωσε προσοχή..
Πως άλλαξαν όλα ; Πως αυτό το κορίτσι μέσα σε 6 χρόνια έγινε αυτό το πλάσμα που αντίκρισε στην άκρη της σκάλας στο σπίτι τους εκείνη τη  μέρα; Έμεινε άφωνος από την αέρινη νεανική φιγούρα , ένα μείγμα παιδικής αθωότητας και γυναικείας ομορφιάς .Το βλέμμα του τότε χάιδεψε το κάθε εκατοστό της και σταμάτησε στα ρόδινα χείλη που σαν ανοιχτό λουλούδι σε καλούσαν να το κόψεις.
Εκείνη τη στιγμή την έβαλε στη κορυφή των επιθυμιών του και καμία φωνή συνείδησης δεν ήχησε μέσα του. Η Ελπίδα ήταν μικρή..μα στα εξωτικά μέρη που είχε ταξιδέψει είχε ξαπλώσει με μικρότερες από αυτήν και τον ικανοποιούσε η ιδέα ότι αυτός οδηγούσε ένα πλάσμα χωρίς αντίσταση σε δικά του λημέρια απόλαυσης.
Σαν καλός επιχειρηματίας που ήταν έκανε αμέσως το σωστό σχέδιο σκοπεύοντας στο πιο αδύνατο σημείο της μικρής. Τι της έλειπε;..τι ήταν εκείνο που υποσυνείδητα ζητούσε πάντα εκείνη η μελαγχολική ματια και η απρόσωπη παρουσία της στο σπίτι;..Αγάπη..αγάπη και ενδιαφέρον προσωπικό, φροντίδα και τρυφερότητα..της τα έδωσε σε δίσκο κι εκείνη τα πήρε με την αθωότητα της Χιονάτης απέναντι στο φαρμακερό μήλο .
Της έδειξε ενδιαφέρον χωρίς να γίνεται ενοχλητικός, της έκανε δωράκια από αυτά που κάνουν τα κοριτσάκια να χοροπηδούν από τη χαρά τους.Της έμαθε τις Τέχνες και το Θέατρο, το σωστό φαγητό και τη κακόμαθε με μικρές περιποιήσεις. Ένοιωθε ότι τον φοβώταν ,ότι μαζί του πρόσεχε ακόμα και πως κουνούσε τα χέρια της , πως έτρωγε και πως μιλούσε.. Τον ενοχλούσε βέβαια αυτό όμως του ήταν χρήσιμο για να την έχει κατά κάποιο τρόπο υπό την επιρροή του.
Βέβαια ένοιωσε κολακευμένος είναι αλήθεια όταν κατάλαβε ότι τον κοιτούσε σαν το είδωλο της, ότι είχε κρεμαστεί επάνω του σε κάθε απόφαση της. Έγινε κάτι που τον διασκέδασε απόλυτα, ο μέντορας της  σε πολλά και πάνω από όλα τη μόρφωση της. Σαν το σφουγγάρι η Ελπίδα απλά και μόνο για να μη τον στεναχωρήσει διάβαζε κλεισμένη όλο το 24ωρο στο δωμάτιο της. Της γέμισε τη ζωή με μαθήματα, ιδιαίτερα σχετικά με την εμφάνιση και τη συμπεριφορά της και έτσι την απέκλεισε από κάθε επαφή με νέα αγόρια που σίγουρα θα την πλησίαζαν στο σχολείο.
Το μόνο του εμπόδιο ήταν η Κατερίνα που έπρεπε να προσέχει να μη της φανεί παράξενο το ενδιαφέρον του για την ανεψιά του. Όμως η Κατερίνα είχε άλλες προτεραιότητες πάντα , το κόσμο της την ομορφιά της, τη λέσχη της τις φιλανθρωπικές εκδηλώσεις που ανέβαζαν το πρεστίζ της στη κοινωνία. Ακόμα και στη κόρη τους ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και η Ελπίδα είχε πάρει τη πιο σημαντική θέση στη ψυχή της μικρής ,ήταν φανερό το τελευταίο καιρό..
Αυτή όμως η απότομη της απόφαση να απομακρύνει την Ελπίδα από το σπίτι πραγματικά τον βρήκε απροετοίμαστο και τον ξάφνιασε και ίσως με την παγωμένη αντίδραση του έχασε σημαντικό βήμα από όσα κατέκτησε στη ψυχή της Ελπίδας. Το πουλί έφυγε από τα χέρια του και δοκίμασε τις φτερούγες του, δύσκολο να το ξαναβάλει στο κλουβί του πάλι..
Πέταξε με δύναμη το ποτήρι που κρατούσε στην ακριβή μοκέτα και κοίταξε μ ενόχληση το λεκέ να απλώνεται επάνω της. Βλαστήμησε δυνατά βγάζοντας όλο το θυμό που είχε μέσα του.
Η γραμματέας του μπήκε απότομα τρομαγμένη από το θόρυβο και τον κοίταξε με φόβο.
-Τι κοιτάς σαν χαζή; καθάρισε τα ..ακύρωσε τα ραντεβού μου..δεν ξέρω πότε θα γυρίσω.
Το ακριβό του αυτοκίνητο τον οδήγησε στο διαμέρισμα που φιλοξενούσε πάντα πανέμορφες μικρούλες με ένα του τηλεφώνημα. Στα κόκκινα μαλλιά της και το καλλίγραμμο γυναικείο κορμί μαθημένο από έρωτα προσπάθησε να σβήσει το θυμό  και τον εγωισμό του .Ο έρωτας του βίαιος και απαιτητικός έγινε αποδεκτός από το πληρωμένο κορμί που είχε μάθει να υπομένει τέτοια ξεσπάσματα.
Ο Αντώνης έφυγε από εκεί σχεδόν μεσάνυχτα και μέσα του είχε πάλι εκείνο το κενό..που δεν γέμιζε με τίποτα..

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

20η συνέχεια


Ο Πάνος δεν ήταν πρώτη φορά που έβλεπε την Ελπίδα..Όταν την πρωταντίκρυσε στο μπαλκόνι στο παλιό της σπίτι θυμήθηκε αμέσως έστω και αν ήταν μικρός τότε, τις συζητήσεις στο σπίτι του για το "καημένο" το κοριτσάκι που έμεινε ορφανό. Προσπάθησε να δει σ' εκείνη την όμορφη λυγερόκορμη κοπέλα το αδύνατο μελαγχολικό παιδί των  11..12..κάπου τόσο πρέπει να ήταν τότε, που η περιέργεια των 15 του  χρόνων τον οδήγησε να πάει μαζί με τους γονείς του να την δει στη κηδεία των γονιών της. 
Την αντίκρισε με λύπη να κρατάει το χέρι της καθηγήτριας της με το σκούρο φόρεμα που φαινόταν ότι ήταν ξένο επάνω της πιθανόν κάποια προσφορά γειτόνισσας. Τον εντυπωσίασαν και τον πλάκωσαν τη ψυχή  τα "χαμένα μάτια" της που γύριζαν και έψαχναν ολόγυρα λες και αναζητούσε κάποιο γνωστό, κάποιο χέρι να κρατηθεί όρθια..να γαντζωθεί..εκεί..πάνω από το χώμα που σκέπαζε ότι είχε στο κόσμο.
Από τον κύριο Φώτη που είχε το μικρό σούπερ μάρκετ έμαθε ότι γύρισε στο σπίτι της πάλι..Ένα πηγαδάκι από μικρά κουτσομπολιά που τα μετέδιδε από τη μία γειτόνισσα στην άλλη.
- Την έδιωξαν φαίνεται οι θειοί της μάλλον , τους θυμάμαι τους χαμένους ..κρυόπλαστοι και αγέλαστοι και οι δύο. Μου είπε μία φίλη του ζευγαριού τότε ότι την πήραν αναγκαστικά γιατί η κοινωνική λειτουργός τότε τους είχε φορτωθεί μα όσο πίεση μπορούσε..Το καημένο το κορίτσι, θάναι 18 τώρα...Αν θυμάμαι καλά το έλεγαν Ελπίδα..
Εκείνη την μέρα που έπεσε επάνω της ήταν θαρρείς ένα δώρο για να μπορέσει να τη πλησιάσει και να μιλήσει μαζί της, να γνωριστεί. Δεν της μίλησε για το παρελθόν, ούτε καν ρώτησε γιατί και που ήταν μέχρι τώρα..Χάρηκε απλά που η τύχη οδήγησε τα βήματα τους σε αυτό το μικρό ατύχημα.  Όλη την εβδομάδα την έβλεπε κρυφά κάθε φορά που τύχαινε βγει στο μπαλκόνι και κάτι μέσα του τον έσπρωχνε  να την πλησιάσει. Όταν λοιπόν της μίλησε αν και ταραγμένος για το τρόπο που έγινε ένοιωσε υπέροχα.
 Πρόσεξε τα μάτια της..ήταν βέβαια διαφορετική , όμορφη, πιο σίγουρη για τον εαυτό της, το ένοιωσε, τον κατέλαβε η δύναμη που είδε κάπου στο βάθος τους. Το μικρό παιδάκι είχε γίνει μία νεαρή γυναίκα έστω και αν η αθωότητα της ψυχής της κραύγαζε μέσα από το μελαγχολικό υπόστρωμα του κόσμου της.
Άρχισαν να βγαίνουν την επόμενη εβδομάδα σχεδόν κάθε μέρα, μικρή νεανική συντροφιά έτσι αισθανόταν ότι το έβλεπε εκείνη. Ο Πάνος όμως την έβαλε στο βάθος της σκέψης του, τον συνόδευε κάθε μέρα πρωί..μεσημέρι βράδυ..καθώς αναρωτιόταν κάθε στιγμή από την ώρα που ξυπνούσε τι να έκανε εκείνη. Μιλούσαν για αδιάφορα πράγματα, την αναμονή για τα αποτελέσματα..την καθημερινότητα της, τις ανακαλύψεις που έκαμνε στη προσπάθεια της να ζήσει μόνη της.. Όταν την ρώτησε για το κύριο που ερχόταν και την έπαιρνε σχεδόν καθημερινά του είπε ότι ήταν ο άνδρας της θείας της και την είχε στην έννοια και τη καθοδήγηση του.
Ο Πάνος μια φορά τον είχε δει από κοντά και η αλήθεια είναι ότι η εικόνα του και το βλέμμα του δεν του άρεσε καθόλου. Κάτι σαν καμπανάκι μέσα του χτύπησε προειδοποιητικά για όσα θα έφερνε στην Ελπίδα αυτός ο τόσο σίγουρος για τον εαυτό του άνθρωπος έτσι αγέρωχα που τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα του. Όταν την συνόδευε στο σπίτι μετά από τη πρωινή τους προσπάθεια για..τζόκινγκ γύρω από το πάρκο..
Γελούσαν και κοροιδευόντουσαν με την Ελπίδα καθώς έφθαναν στην είσοδο του σπιτιού για το αποτέλεσμα του μικρού αγώνα τους. Ιδρωμένη, με τη ζακέτα της φόρμας της δεμένη στη μέση της εκείνη , χαρούμενη , ανέμελη..πάγωσε όταν αντίκρισε το εξεταστικό βλέμμα του θείου της που όρθιος ακουμπισμένος στο μεγάλο ακριβό αμάξι του την περίμενε στην είσοδο. Τον αποχαιρέτησε βιαστικά μουρμουρίζοντας σιγά μέσα από τα δόντια της μία δικαιολογία και ένα"αύριο"....
Κατάλαβε ότι δεν ήθελε να τον συστήσει και πρόσεξε ότι ανέβηκε μαζί του επάνω λες και ήταν η μαθήτρια που πήγαινε στο γραφείο του διευθυντή περιμένοντας ποινή. Διαισθάνθηκε  τότε ότι υπήρχε ένας δεσμός ανάμεσα τους που ούτε και η ίδια δεν μπορούσε να ελέγξει και να καταλάβει ,κάτι που για εκείνον ήταν ένας ομφάλιος λώρος απομεινάρι της βοήθειας που της έδωσαν τότε όταν την πήραν κοντά τους.
....................................................................................................................................................
- Δεν ξέρω Κυρία Λενιώ μου γιατί ένοιωσα κάπως σαν μαθήτρια που την έπιασαν σε παράπτωμα όταν τον είδα να με κοιτάει σχεδόν εχθρικά. Ξέρω όμως σίγουρα ότι  εγώ ενοχλήθηκα από τη πιεστική εκείνη στάση του, σχεδόν θυμωμένη που χάλασε την ευτυχία των στιγμών μου με τη παρέα του Πάνου. Πριν λίγο μαζί του  ένοιωσα τόσο όμορφα, έβλεπα πόσα κοινά μας ένωναν έστω με τη διαφορά των 4 χρόνων που μας χώριζαν. Ήταν ένα καλό παιδί, φοιτητής στη φιλοσοφική ,από μια αγαπημένη και καλή οικογένεια όπως θα ήταν και οι γονείς μου σίγουρα αν υπήρχαν τώρα δίπλα μου  σκέφτηκα με πικρία . 
 Ήταν απλά ντυμένος  με το μόνιμο τζιν του και τα απλά μπλουζάκια με τα μηνύματα για τη φύση επάνω τους. Θυμάμαι ότι γέλασα με το σοβαρό ύφος του όταν της εξηγούσε ότι ήταν υποχρέωση τους να ..σώσουν τη Καρέτα -Καρέτα και την αρκούδα που κινδύνευε να χαθεί...Πάντα ευγενικός και διακριτικός, ένα σκεπτόμενο άτομο ενώ συγχρόνως όμως διέθετε χιούμορ και τη ζωντάνια της ηλικίας . Επιτέλους πια μπορούσα να κάνω πράγματα υπέροχα μαζί του χωρίς να είμαι σε κάποιο ακριβό χώρο, να μιλώ χωρίς να σκέπτομαι τι λέω και να λογοκρίνω τα λόγια μου πριν μιλήσω , πριν κάνω μία κίνηση όπως έκανα με το θείο  Αντώνη..
Τότε πρόσεξα ότι στη σκέψη μου σαν  πρόθεμα πριν από το όνομα του μπήκε η λέξη "θείος" .Ο Αντώνης μπήκε αυθόρμητα στη θέση που έπρεπε να είναι και η παρουσία του ξαφνικά στη ζωή μου έγινε κάτι σαν απομεινάρι της παλιάς αναγκαίας σχέσης ασφάλειας που είχα ανάγκη τότε..
 Η παρέα του Πάνου δίπλα μου αυτή την εβδομάδα μου έδωσε αυτό που μου έλειπε. Μαζί του ήμουν αυτό ακριβώς που έπρεπε να είμαι..μία νέα κοπέλα με όνειρα και ανάγκη να ζήσω την ηλικία μου.
Ο Αντώνης μου έκανε ανάκριση όταν βρεθήκαμε στο σπίτι επάνω και παραξενεύτηκε όταν τον αντιμετώπισα σχεδόν εχθρικά όπως θα φερόμουν ίσως αν ζούσε ο πατέρας μου και με ανέκρινε για κάποιο ραντεβού. Με τρόμαξε το βλέμμα του και το χέρι του που με έπιασε δυνατά από το μπράτσο και με ταρακούνησε.
- Από πότε βγαίνεις με αυτό τον αλητήριο; Τον είδα πως σε κοιτούσε κι εσύ χασκογελούσες μαζί του. Κοιμήθηκες μαζί του; πότε πρόλαβες να πιάσεις γκόμενο;
Συγκλονίστηκα , σοκαρίστηκα, η έκφραση του, τα λόγια και η στάση του μου "έριξαν" το είδωλο από το βάθρο που το είχα μάλλον βάλει. Είδα μπροστά μου ένα μεγάλο άνθρωπο, κτητικό και απαιτητικά καταπιεστικό που με έκανε να αισθανθώ παγιδευμένη στη σκιά του. Η νεανική μου οργή πλημμύρισε  τη κάθε μου αναστολή , ξέσπασα και του απάντησα με θράσος.
-Δεν είσαι πατέρας μου, θείος μου είσαι και έκανε το καθήκον σου μέχρι τώρα  .Όταν με διώξατε στη κυριολεξία από το σπίτι σας μου δώσατε την ευκαιρία και τη δυνατότητα να ζω πλέον μόνη μου και να αποφασίζω για μένα ότι καλύτερο. Σας ευχαριστώ για όσα κάνατε με ή χωρίς τη θέληση σας ίσως. Όμως αυτό δεν θέλατε; αυτό δεν σκεφτήκατε όταν η θεία μου είπε ότι είναι καιρός να επιστρέψω στο σπίτι μου;
-Δεν το είπα εγώ..
-Δεν είπες τίποτε όμως κόντρα σε αυτό..Γυναίκα σου είναι, σωστά έκανες, άλλωστε ποτέ στο βάθος δεν με ήθελε από την αρχή..ούτε κι εσύ άλλωστε..
- Εγώ..εγώ..σε γνώρισα..σε ανακάλυψα, σε ..έφτιαξα αν το σκέπτεσαι λιγάκι. ότι φοράς σου τα διάλεξα εγώ. Σε έβλεπα διαφορετικά το τελευταίο καιρό..αν κατάλαβες. Ποτέ σου δεν θέλησες παρέα άλλη, τουλάχιστον δεν κατάλαβα κάτι..ή κάνω λάθος; .Μαζί μου γνώρισες και πήρες γνώσεις ζωής που δεν θα ζούσες με τους γονείς σου κι εγώ πήρα όσα με έκανα να νιώσω ότι δημιουργούσα κάτι από την αρχή.
Του απάντησα συγχυσμένη και λίγο έξαλλη ότι είχε κόρη και θα είχε την ευκαιρία να δημιουργήσει σ' αυτή ότι ήθελε. Με ρώτησε αν τον έβλεπα έτσι..σαν πατέρα σαν θείο ..
- Σαν τι άλλο ήθελες να σε δω ...θείε Αντώνη; μάλλον έτσι έπρεπε να σε λέω από την αρχή, ήταν λάθος μου , το καταλαβαίνω τώρα. Σε "ερωτεύτηκα" όπως ερωτεύεται ένα μικρό κορίτσι ένα ηθοποιό ή ένα τραγουδιστή.Σε θαύμαζα..σε ευγνωμονούσα για την αγάπη και το ενδιαφέρον που μου έδινες και τόσο χρειαζόμουν.Μη χαλάσεις σε παρακαλώ την εικόνα που θα αφήσω πίσω μου στις αναμνήσεις μου μαζί σου. 
Με κοίταξε με ένα θολωμένο ύφος, ανάμικτος θυμός και λύπη, οργή και χαμένη πληγωμένη μάλλον αξιοπρέπεια. Άνοιξε τη πόρτα και πήγε να φύγει.
-Θείε..σε παρακαλώ δώσε μου το κλειδί που έχεις, αν σας χρειαστώ θα πάρω τηλέφωνο..
Στάθηκε με γυρισμένη τη πλάτη..κοντοστάθηκε ..άκουσα σχεδόν τα δόντια του να τρίζουν από θυμό . Χτύπησε τη γροθιά του στο τοίχο δίπλα του και έφυγε χτυπώντας τη πόρτα δυνατά πίσω του. 
Ένοιωσα ότι εκείνη την ημέρα είχα κόψει το λώρο που λέγαμε ότι με ένωνε με τη παλιά μου ζωή και αισθάνθηκα επιτέλους ότι έκανα ένα βήμα προς την ελευθερία.. Είχα κάνει λάθος, η απειρία μου, η αθωότητα των αισθημάτων μου και ίσως και η συναίσθηση ότι έφταιξα κι εγώ που παρασύρθηκα από την θεαματική προσφορά του μέχρι τώρα..Τι να δω και κρίνω από τα λάθη μου; Είχα ελαφρυντικά πιστεύω..πάντα θα αναρωτιέμαι πως δεν εκτίμησα σωστά τα γεγονότα, πως δεν είδα όσα έπρεπε, πως δεν απέφυγα το τέλος που δεν φαντάστηκα .