Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

20η συνέχεια


Ο Πάνος δεν ήταν πρώτη φορά που έβλεπε την Ελπίδα..Όταν την πρωταντίκρυσε στο μπαλκόνι στο παλιό της σπίτι θυμήθηκε αμέσως έστω και αν ήταν μικρός τότε, τις συζητήσεις στο σπίτι του για το "καημένο" το κοριτσάκι που έμεινε ορφανό. Προσπάθησε να δει σ' εκείνη την όμορφη λυγερόκορμη κοπέλα το αδύνατο μελαγχολικό παιδί των  11..12..κάπου τόσο πρέπει να ήταν τότε, που η περιέργεια των 15 του  χρόνων τον οδήγησε να πάει μαζί με τους γονείς του να την δει στη κηδεία των γονιών της. 
Την αντίκρισε με λύπη να κρατάει το χέρι της καθηγήτριας της με το σκούρο φόρεμα που φαινόταν ότι ήταν ξένο επάνω της πιθανόν κάποια προσφορά γειτόνισσας. Τον εντυπωσίασαν και τον πλάκωσαν τη ψυχή  τα "χαμένα μάτια" της που γύριζαν και έψαχναν ολόγυρα λες και αναζητούσε κάποιο γνωστό, κάποιο χέρι να κρατηθεί όρθια..να γαντζωθεί..εκεί..πάνω από το χώμα που σκέπαζε ότι είχε στο κόσμο.
Από τον κύριο Φώτη που είχε το μικρό σούπερ μάρκετ έμαθε ότι γύρισε στο σπίτι της πάλι..Ένα πηγαδάκι από μικρά κουτσομπολιά που τα μετέδιδε από τη μία γειτόνισσα στην άλλη.
- Την έδιωξαν φαίνεται οι θειοί της μάλλον , τους θυμάμαι τους χαμένους ..κρυόπλαστοι και αγέλαστοι και οι δύο. Μου είπε μία φίλη του ζευγαριού τότε ότι την πήραν αναγκαστικά γιατί η κοινωνική λειτουργός τότε τους είχε φορτωθεί μα όσο πίεση μπορούσε..Το καημένο το κορίτσι, θάναι 18 τώρα...Αν θυμάμαι καλά το έλεγαν Ελπίδα..
Εκείνη την μέρα που έπεσε επάνω της ήταν θαρρείς ένα δώρο για να μπορέσει να τη πλησιάσει και να μιλήσει μαζί της, να γνωριστεί. Δεν της μίλησε για το παρελθόν, ούτε καν ρώτησε γιατί και που ήταν μέχρι τώρα..Χάρηκε απλά που η τύχη οδήγησε τα βήματα τους σε αυτό το μικρό ατύχημα.  Όλη την εβδομάδα την έβλεπε κρυφά κάθε φορά που τύχαινε βγει στο μπαλκόνι και κάτι μέσα του τον έσπρωχνε  να την πλησιάσει. Όταν λοιπόν της μίλησε αν και ταραγμένος για το τρόπο που έγινε ένοιωσε υπέροχα.
 Πρόσεξε τα μάτια της..ήταν βέβαια διαφορετική , όμορφη, πιο σίγουρη για τον εαυτό της, το ένοιωσε, τον κατέλαβε η δύναμη που είδε κάπου στο βάθος τους. Το μικρό παιδάκι είχε γίνει μία νεαρή γυναίκα έστω και αν η αθωότητα της ψυχής της κραύγαζε μέσα από το μελαγχολικό υπόστρωμα του κόσμου της.
Άρχισαν να βγαίνουν την επόμενη εβδομάδα σχεδόν κάθε μέρα, μικρή νεανική συντροφιά έτσι αισθανόταν ότι το έβλεπε εκείνη. Ο Πάνος όμως την έβαλε στο βάθος της σκέψης του, τον συνόδευε κάθε μέρα πρωί..μεσημέρι βράδυ..καθώς αναρωτιόταν κάθε στιγμή από την ώρα που ξυπνούσε τι να έκανε εκείνη. Μιλούσαν για αδιάφορα πράγματα, την αναμονή για τα αποτελέσματα..την καθημερινότητα της, τις ανακαλύψεις που έκαμνε στη προσπάθεια της να ζήσει μόνη της.. Όταν την ρώτησε για το κύριο που ερχόταν και την έπαιρνε σχεδόν καθημερινά του είπε ότι ήταν ο άνδρας της θείας της και την είχε στην έννοια και τη καθοδήγηση του.
Ο Πάνος μια φορά τον είχε δει από κοντά και η αλήθεια είναι ότι η εικόνα του και το βλέμμα του δεν του άρεσε καθόλου. Κάτι σαν καμπανάκι μέσα του χτύπησε προειδοποιητικά για όσα θα έφερνε στην Ελπίδα αυτός ο τόσο σίγουρος για τον εαυτό του άνθρωπος έτσι αγέρωχα που τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα του. Όταν την συνόδευε στο σπίτι μετά από τη πρωινή τους προσπάθεια για..τζόκινγκ γύρω από το πάρκο..
Γελούσαν και κοροιδευόντουσαν με την Ελπίδα καθώς έφθαναν στην είσοδο του σπιτιού για το αποτέλεσμα του μικρού αγώνα τους. Ιδρωμένη, με τη ζακέτα της φόρμας της δεμένη στη μέση της εκείνη , χαρούμενη , ανέμελη..πάγωσε όταν αντίκρισε το εξεταστικό βλέμμα του θείου της που όρθιος ακουμπισμένος στο μεγάλο ακριβό αμάξι του την περίμενε στην είσοδο. Τον αποχαιρέτησε βιαστικά μουρμουρίζοντας σιγά μέσα από τα δόντια της μία δικαιολογία και ένα"αύριο"....
Κατάλαβε ότι δεν ήθελε να τον συστήσει και πρόσεξε ότι ανέβηκε μαζί του επάνω λες και ήταν η μαθήτρια που πήγαινε στο γραφείο του διευθυντή περιμένοντας ποινή. Διαισθάνθηκε  τότε ότι υπήρχε ένας δεσμός ανάμεσα τους που ούτε και η ίδια δεν μπορούσε να ελέγξει και να καταλάβει ,κάτι που για εκείνον ήταν ένας ομφάλιος λώρος απομεινάρι της βοήθειας που της έδωσαν τότε όταν την πήραν κοντά τους.
....................................................................................................................................................
- Δεν ξέρω Κυρία Λενιώ μου γιατί ένοιωσα κάπως σαν μαθήτρια που την έπιασαν σε παράπτωμα όταν τον είδα να με κοιτάει σχεδόν εχθρικά. Ξέρω όμως σίγουρα ότι  εγώ ενοχλήθηκα από τη πιεστική εκείνη στάση του, σχεδόν θυμωμένη που χάλασε την ευτυχία των στιγμών μου με τη παρέα του Πάνου. Πριν λίγο μαζί του  ένοιωσα τόσο όμορφα, έβλεπα πόσα κοινά μας ένωναν έστω με τη διαφορά των 4 χρόνων που μας χώριζαν. Ήταν ένα καλό παιδί, φοιτητής στη φιλοσοφική ,από μια αγαπημένη και καλή οικογένεια όπως θα ήταν και οι γονείς μου σίγουρα αν υπήρχαν τώρα δίπλα μου  σκέφτηκα με πικρία . 
 Ήταν απλά ντυμένος  με το μόνιμο τζιν του και τα απλά μπλουζάκια με τα μηνύματα για τη φύση επάνω τους. Θυμάμαι ότι γέλασα με το σοβαρό ύφος του όταν της εξηγούσε ότι ήταν υποχρέωση τους να ..σώσουν τη Καρέτα -Καρέτα και την αρκούδα που κινδύνευε να χαθεί...Πάντα ευγενικός και διακριτικός, ένα σκεπτόμενο άτομο ενώ συγχρόνως όμως διέθετε χιούμορ και τη ζωντάνια της ηλικίας . Επιτέλους πια μπορούσα να κάνω πράγματα υπέροχα μαζί του χωρίς να είμαι σε κάποιο ακριβό χώρο, να μιλώ χωρίς να σκέπτομαι τι λέω και να λογοκρίνω τα λόγια μου πριν μιλήσω , πριν κάνω μία κίνηση όπως έκανα με το θείο  Αντώνη..
Τότε πρόσεξα ότι στη σκέψη μου σαν  πρόθεμα πριν από το όνομα του μπήκε η λέξη "θείος" .Ο Αντώνης μπήκε αυθόρμητα στη θέση που έπρεπε να είναι και η παρουσία του ξαφνικά στη ζωή μου έγινε κάτι σαν απομεινάρι της παλιάς αναγκαίας σχέσης ασφάλειας που είχα ανάγκη τότε..
 Η παρέα του Πάνου δίπλα μου αυτή την εβδομάδα μου έδωσε αυτό που μου έλειπε. Μαζί του ήμουν αυτό ακριβώς που έπρεπε να είμαι..μία νέα κοπέλα με όνειρα και ανάγκη να ζήσω την ηλικία μου.
Ο Αντώνης μου έκανε ανάκριση όταν βρεθήκαμε στο σπίτι επάνω και παραξενεύτηκε όταν τον αντιμετώπισα σχεδόν εχθρικά όπως θα φερόμουν ίσως αν ζούσε ο πατέρας μου και με ανέκρινε για κάποιο ραντεβού. Με τρόμαξε το βλέμμα του και το χέρι του που με έπιασε δυνατά από το μπράτσο και με ταρακούνησε.
- Από πότε βγαίνεις με αυτό τον αλητήριο; Τον είδα πως σε κοιτούσε κι εσύ χασκογελούσες μαζί του. Κοιμήθηκες μαζί του; πότε πρόλαβες να πιάσεις γκόμενο;
Συγκλονίστηκα , σοκαρίστηκα, η έκφραση του, τα λόγια και η στάση του μου "έριξαν" το είδωλο από το βάθρο που το είχα μάλλον βάλει. Είδα μπροστά μου ένα μεγάλο άνθρωπο, κτητικό και απαιτητικά καταπιεστικό που με έκανε να αισθανθώ παγιδευμένη στη σκιά του. Η νεανική μου οργή πλημμύρισε  τη κάθε μου αναστολή , ξέσπασα και του απάντησα με θράσος.
-Δεν είσαι πατέρας μου, θείος μου είσαι και έκανε το καθήκον σου μέχρι τώρα  .Όταν με διώξατε στη κυριολεξία από το σπίτι σας μου δώσατε την ευκαιρία και τη δυνατότητα να ζω πλέον μόνη μου και να αποφασίζω για μένα ότι καλύτερο. Σας ευχαριστώ για όσα κάνατε με ή χωρίς τη θέληση σας ίσως. Όμως αυτό δεν θέλατε; αυτό δεν σκεφτήκατε όταν η θεία μου είπε ότι είναι καιρός να επιστρέψω στο σπίτι μου;
-Δεν το είπα εγώ..
-Δεν είπες τίποτε όμως κόντρα σε αυτό..Γυναίκα σου είναι, σωστά έκανες, άλλωστε ποτέ στο βάθος δεν με ήθελε από την αρχή..ούτε κι εσύ άλλωστε..
- Εγώ..εγώ..σε γνώρισα..σε ανακάλυψα, σε ..έφτιαξα αν το σκέπτεσαι λιγάκι. ότι φοράς σου τα διάλεξα εγώ. Σε έβλεπα διαφορετικά το τελευταίο καιρό..αν κατάλαβες. Ποτέ σου δεν θέλησες παρέα άλλη, τουλάχιστον δεν κατάλαβα κάτι..ή κάνω λάθος; .Μαζί μου γνώρισες και πήρες γνώσεις ζωής που δεν θα ζούσες με τους γονείς σου κι εγώ πήρα όσα με έκανα να νιώσω ότι δημιουργούσα κάτι από την αρχή.
Του απάντησα συγχυσμένη και λίγο έξαλλη ότι είχε κόρη και θα είχε την ευκαιρία να δημιουργήσει σ' αυτή ότι ήθελε. Με ρώτησε αν τον έβλεπα έτσι..σαν πατέρα σαν θείο ..
- Σαν τι άλλο ήθελες να σε δω ...θείε Αντώνη; μάλλον έτσι έπρεπε να σε λέω από την αρχή, ήταν λάθος μου , το καταλαβαίνω τώρα. Σε "ερωτεύτηκα" όπως ερωτεύεται ένα μικρό κορίτσι ένα ηθοποιό ή ένα τραγουδιστή.Σε θαύμαζα..σε ευγνωμονούσα για την αγάπη και το ενδιαφέρον που μου έδινες και τόσο χρειαζόμουν.Μη χαλάσεις σε παρακαλώ την εικόνα που θα αφήσω πίσω μου στις αναμνήσεις μου μαζί σου. 
Με κοίταξε με ένα θολωμένο ύφος, ανάμικτος θυμός και λύπη, οργή και χαμένη πληγωμένη μάλλον αξιοπρέπεια. Άνοιξε τη πόρτα και πήγε να φύγει.
-Θείε..σε παρακαλώ δώσε μου το κλειδί που έχεις, αν σας χρειαστώ θα πάρω τηλέφωνο..
Στάθηκε με γυρισμένη τη πλάτη..κοντοστάθηκε ..άκουσα σχεδόν τα δόντια του να τρίζουν από θυμό . Χτύπησε τη γροθιά του στο τοίχο δίπλα του και έφυγε χτυπώντας τη πόρτα δυνατά πίσω του. 
Ένοιωσα ότι εκείνη την ημέρα είχα κόψει το λώρο που λέγαμε ότι με ένωνε με τη παλιά μου ζωή και αισθάνθηκα επιτέλους ότι έκανα ένα βήμα προς την ελευθερία.. Είχα κάνει λάθος, η απειρία μου, η αθωότητα των αισθημάτων μου και ίσως και η συναίσθηση ότι έφταιξα κι εγώ που παρασύρθηκα από την θεαματική προσφορά του μέχρι τώρα..Τι να δω και κρίνω από τα λάθη μου; Είχα ελαφρυντικά πιστεύω..πάντα θα αναρωτιέμαι πως δεν εκτίμησα σωστά τα γεγονότα, πως δεν είδα όσα έπρεπε, πως δεν απέφυγα το τέλος που δεν φαντάστηκα .

3 σχόλια:

  1. Αχτίδα!!!!!!!!!!!!!!!
    πως δεν είχα ανακαλύψει αυτό σου το μπλογκ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
    Πολύ μου αρέσει!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
    Φιλάκια!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μην αργησεις σε παρακαλω γιατι ειναι παρα πολυ ωραιο!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή