Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

9 ο μέρος


Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκαν όπως ήταν φυσικό στο σπίτι των γονιών του.  Εκείνη στο παλιό δωμάτιο του Νίκου κι αυτός με τον αδελφό του να θυμηθούν όπως είπαν μισοπαλεύοντας τα παλιά.. 
Όταν έμεινε μόνη στο μικρό δωμάτιο και έκλεισε τη πόρτα πίσω της στάθηκε και αφουγκράστηκε το παλμό και τις ζήσεις που έκρυβαν αυτοί οι παλιοί τοίχοι. Εδώ μεγάλωσε ο Νίκος της σκέφτηκε..ο Νίκος της.. ποτέ δεν φανταζόταν ότι κάποτε θα έλεγε για κάποιον ότι ήταν δικός της..Μα μπορεί να πει κανείς ότι του ανήκει ένα άλλο άτομο;..Όχι..απλά ο ανθρώπινος εγωισμός βάζει κτητικότητα σε ότι αγαπάει και το θέλει πάντα κοντά του.
Κοίταξε γύρω της, με τρυφερότητα χάιδεψε η ματιά της ερευνητικά το κάθε τι. Μία παλιά ντουλάπα από καρυδιά, μια σιφονιέρα με ένα καθρέπτη επάνω, ένα γραφείο .. μία καρέκλα…ένα ντιβάνι  με κάλυμμα λουλουδιστό λες και έμενε ένα κορίτσι. 
Χαμογέλασε με τη σκέψη ότι θα τον πείραζε για πολύ καιρό γι' αυτό το λουλουδιστό σίγουρα μαμαδίστικο στόλισμα που όμως ανάβλυζε αγάπη και φροντίδα. Σκέφτηκε το Νίκο και τις σίγουρες διαμαρτυρίες του όταν θα το πρωτοείδε.
  Επάνω από το γραφείο τρεις σειρές με ράφια φτιαγμένα σίγουρα από το πατέρα του γεμάτα βιβλία. Ένα τρανζιστοράκι του παλιού καιρού, φθαρμένα τα κουμπιά του από τα αγορίστικα δάκτυλα. Τετράδια, , μολύβια, περιοδικά, χαρτιά όλα καλά στοιβαγμένα , καθαρά λες και περίμεναν κάποιον να τα φυλλομετρήσει και να τα γεμίσει με όνειρα και σπουδές.. 
Στους τοίχους μία φωτογραφία σε ξύλινη απλή κορνίζα ενός ηλικιωμένου, προφανώς κάποιου παππού γιατί διέκρινε κάποια ομοιότητα με τη μητέρα του Νίκου. Το μόνο που δήλωνε νεανική παρουσία ήταν μία φωτογραφία του Τζέημς Ντην  με μηχανή …. Σίγουρα θα έπεσε επανάσταση από τη μητέρα του για να μπει αυτή η φωτογραφία στο τοίχο και να καρφωθούν οι άκρες της επάνω του..
Άγγιξε ένα ένα  τα διάφορα μικροπράγματα που το γέμιζαν προσπαθώντας να πάρει από αυτά όλη την οικογενειακή θαλπωρή και αγάπη που ανέδιδαν. Έβγαλε τα ρούχα της και τα κρέμασε προσεκτικά στη μόνη καρέκλα που υπήρχε και φόρεσε τη νυχτικιά της. Φρόντισε να είναι η καλύτερη που είχε, απλή όμως όσα και τα χρήματα που διέθετε για τον εαυτό της. Ξάπλωσε με ανακούφιση και φυσική κούραση στο σκληρό έπρεπε να δηλώσει στρώμα που της θύμισε ακόμα μια φορά το σπίτι που μεγάλωσε στο χωριό. Πήρε στα χέρια της το μαξιλάρι και "έψαξε" να βρει κάτι από το άρωμα του άνδρα που αγαπούσε..όμως το μόνο που της άφησε ήταν η μυρωδιά του σαπουνιού και της καθαριότητας.
Το βλέμμα  της στράφηκε στο παράθυρο που υπήρχε δίπλα του και από όπου έβλεπε τα άστρα στον ουρανό κάτι που είχε σχεδόν ξεχάσει στη τσιμεντένια πόλη που ζούσε. Θυμήθηκε τα χρόνια στο αχυρένιο στρώμα της αποθήκης που τα χάζευε από ένα μικρό άνοιγμα στο πλάι του ρημαγμένου τοίχου. Εκεί κρυβόταν όταν έκλαιγε παραπονεμένη για κάτι..όταν το μόνο που ήθελε ήταν η..μοναξιά και η παρέα με τα όνειρα της.
 Τα μάτια της έκλεισαν κάπου ανάμεσα στη θύμηση και το παραμύθι, στα όνειρα και το δάκρυ ,στα σήμερα και το αύριο, στην ελπίδα και το φόβο για το απρόσμενο που θα το ..χαλούσε ίσως.
Την επόμενη μέρα μετά από ένα πλούσιο χωριάτικο πρωινό της έκαναν κάτι σαν … ξενάγηση στα χωράφια τους και το βιος που είχαν σε γη και ζωντανά. Μία μικρή επίδειξη με καμάρι για όσα είχαν και χαιρόντουσαν.
Μόχθος της γης, που στη πόλη οι άνθρωποι της ούτε μπορούν να φανταστούν τις δυσκολίες της. Δύσκολο να είσαι αντιμέτωπος με τον καιρό και τα απρόβλεπτα, να ιδρώνεις με τα ζωντανά και να πονάς με τις αρρώστιες τους. Το κέρδος μικρό μα τώρα πια το ένοιωθε ότι ήταν απελευθερωμένο από άλλες δεσμεύσεις και άγχη.
Το νόστιμο τυρί που έφτιαχνε ο Μιχάλης από τις κατσίκες , τα εύγευστα φρούτα από το δένδρο και τα λαχανικά του κήπου που δοκίμασε τις έφερε μνήμες από τα φιλέματα των γειτόνων στο χωριό της.
 Μετά  η μάνα του Νίκου την έσυρε στη κυριολεξία από το χέρι σε όλες τις φίλες της στο χωριό για να την δείξει με καμάρι και πραγματικά χαιρότανε σαν παιδί όταν εκείνες την παίνευαν και της έδιναν συχαρίκια. Το επόμενο μεσημέρι έπρεπε να φύγουν όσο και αν αυτό την στεναχωρούσε αληθινά μα είχε μια υποχρέωση όπως είπε και σ’ αυτούς που την σπούδασαν.
- Ο παπά Μανώλης και η κυρία Ιουλία είναι κάτι σαν.. γονείς και κηδεμόνες όπως καταλαβαίνετε. Σ’ αυτούς οφείλω τις σπουδές μου, όλα όσα απόκτησα , όσα καλά αισθήματα μπορεί να έχω. Πρέπει να πάω να τους δω και να τους ευχαριστήσω.. να τους ζητήσω την άδεια.
- Να πας κόρη μου και να δώσεις τους χαιρετισμούς και το σεβασμό μας στα.. συμπεθεριά γιατί εμείς έτσι θα τους λέμε πια. Να πάρουμε και τηλέφωνο, να μην ανησυχούν οι άνθρωποι για το τι είναι ο γιος μας.. ακούς Νίκο ; να πάρεις τηλέφωνο.. να τους μιλήσεις..
- Επιτρέψτε μου να τους μιλήσω πρώτα εγώ, είπε η Λενιώ, έχω υποχρέωση να τους μιλήσω εγώ πρώτα και να τους εξηγήσω πως έχουν τα πράγματα και να πάρω την ..ευχή τους όπως θέλω!
Λίγο πριν φύγουν αφού αποχαιρέτησαν με δυσκολία τους αγαθούς αυτούς ανθρώπους την περίμενε ακόμα μια έκπληξη . Πάντα θα θυμάται η ..κυρά Λενιώ αυτή τη στιγμή..και πάντα θα δακρύζει.. Ο πατέρας του Νίκου μετά από σπρωξίματα από τον Μιχάλη και ξεροβηξίματα την πλησίασε και της άνοιξε μπροστά της ένα μικρό κουτάκι που σίγουρα είχε αγοράσει εκείνο το πρωί που έφυγε για λίγο στο χωριό με τη γυναίκα του.
- Δεν είναι κάτι πολύ σπουδαίο κορίτσι μου μα .. είναι γεμάτο αγάπη και ..τέλος πάντων ..για να ξέρεις ότι εμείς.. σε βάλαμε στη καρδιά  μας και σε θεωρούμε κόρη μας πλέον. Σε διάλεξε ο γιος μας, σε αγάπησε.. αυτό μας φθάνει για να τον δούμε όπως τον θέλουμε.. Σου δίνουμε το λόγο μας και δεν τον παίρνουμε πίσω θυγατέρα..
Τα έλεγε και δάκρυζε ο απλός αυτός άνθρωπος που μόνο καλές αναμνήσεις της άφησε ,γιατί σίγουρα ένοιωθε όλα όσα δήλωνε. Της φόρεσε με ασταθείς κινήσεις και άτσαλες το μικρό χρυσό δαχτυλίδι στο δάχτυλο της και γύρισε να κοιτάξει τους άλλους λες και έκανε κατόρθωμα πραγματικό.
 Κατάλαβε η κοπέλα με κατανόηση ότι όλοι συμπεριλαμβανομένου και του Νίκου περίμεναν να δουν αν της άρεσε! Τι να τους έλεγε η Λενιώ αυτούς τους καλούς ανθρώπους, πως μπορούσε να του δώσει να καταλάβουν και να πιστέψουν ότι ακόμα και αν το δαχτυλίδι αυτό ήταν από ένα κομματάκι σωλήνα για κείνην θα ήταν διαμαντένιο. Το μισογύρισε στα δάχτυλα της τους το έδειξε επιδεικτικά πως της ταίριαζε και μετά το.. φίλησε δείχνοντας την απάντηση της καρδιάς της. Μετά δακρυσμένη αγκάλιασε τους γονιούς του και τους είπε απλά ότι θα προσπαθούσε να γίνει γι’ αυτούς και το γιό τους αυτό που περίμεναν .Μόνον εκείνη ήξερε και ο Θεός πόσο αληθινά ήταν τα λόγια της ψυχής της.
 Έτσι φύγανε από εκεί  ευτυχισμένοι..γεμάτοι πληρότητα και με τις καλύτερες αναμνήσεις μέσα της από την οικογένεια του. τους φόρτωσαν οι καλοί άνθρωποι με  αμέτρητα πεσκέσια και προμήθειες παρά τη μουρμούρα του γιου τους ότι θα κουβαλούσαν βάρος. 
Στη διαδρομή με το λεωφορείο της γραμμής δεν μιλούσαν ..ο καθένας με τις σκέψεις του πάλευε με τρυφερές αναμνήσεις και λίγες τύψεις για ότι άφηναν πίσω τους. Πόσα θέλει άραγε ο άνθρωπος για να περνάει όμορφα και γαλήνια; 
Τον κοίταξε, του έσφιξε το χέρι και ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο του Νίκου ένοιωσε αυτό το φόβο να κρατήσει κάτι δυνατά επάνω της για να μη το χάσει.


(συνεχίζεται)

5 σχόλια:

  1. Αχτιδουλα μουυυυυυυ!!! καλε εχω χασει επεισοδια! Ειχα διαβασει το πρωτο και νομιζα οτι δεν εχεις βαλει αλλο κι ηρθα σημερα και βλεπω 9!!!! Τα διαβασα μονορουφι και πολυυυυυυυ μου αρεσαν! Στο 8ο δε, εκλαψα με μαυρο δακρυ, αβιαστα ομως, λυτρωτικα! Συγχαρητηρια!....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Υπεροχο Αχτιδα μου περιμενω την συνεχεια!
    Πολλα φιλια!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή